Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Μακρόν, με την ομιλία του στη Σορβόνη, παρουσίασε το πλαίσιο της πρότασής του για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με επίκεντρο τη μεταρρύθμιση στη λειτουργία της Ευρωζώνης.
Στην ομιλία του Γάλλου Προέδρου είχε περίοπτη θέση η ενίσχυση της Κοινής Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής, μια προτεραιότητα του Παρισιού για δύο λόγους:
- Πρώτον, πρόκειται για προνομιακό πεδίο της Γαλλίας και μάλιστα ενισχυμένο μετά το Brexit, με τη Γαλλία να είναι η μόνη πυρηνική δύναμη στην ΕΕ που διαθέτει και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
- Δεύτερον, γιατί η κατοχύρωση ενισχυμένων συνεργασιών στην Άμυνα, αλλά και στη διαχείριση και άλλων σημαντικών προκλήσεων, όπως το προσφυγικό και οι φυσικές καταστροφές, διευκολύνουν εκ των πραγμάτων τη σταδιακή αποδοχή από την Γερμανία βημάτων προς μια πιο συνεκτική και αλληλέγγυα Ευρωζώνη.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους ιστορικούς δεσμούς της Γαλλίας με το Λίβανο και τη Συρία, καθώς και το φόβο ότι ο Τραμπ έχει αποφασίσει μια ασύντακτη αποχώρηση των δυνάμεων των ΗΠΑ που βρίσκονται στη συριακή επικράτεια, οδήγησαν τον Μακρόν να εμπλακεί, με προφανή στόχο να επηρεάσει την «επόμενη ημέρα» στη Δαμασκό.
Η εμπλοκή άρχισε από τη συνάντηση του Μακρόν στο Μέγαρο των Ηλυσίων με εκπροσώπους των Κούρδων και της συριακής αντιπολίτευσης και ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή της Γαλλίας στα στοχευμένα πυραυλικά πλήγματα κατά βάσεων του καθεστώτος Άσαντ στις 14 Απριλίου.
Η δραστηριοποίηση της Γαλλίας στη σύγκρουση στη Συρία προκάλεσε την ουσιαστικά αρνητική στάση της Γερμανίας, που δεν μπορεί να εξισορροπηθεί με τη φραστική συμπαράστασή της και επιβεβαίωσε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ότι η Βρετανία του Brexit είναι ο πραγματικός φυσικός σύμμαχος του Παρισιού σε επεμβάσεις σε εστίες κρίσεων και συγκρούσεων.
Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον στο επίπεδο των εντυπώσεων, η -στρατηγικά αμήχανη για την επόμενη μετά το Brexit- Μέι δημιούργησε την αίσθηση ότι η Βρετανία μπορεί να ελπίζει σε μια ειδική σχέση με την ΕΕ.
Μια εικόνα των διμερών σχέσεων Γαλλίας-Γερμανίας στην Άμυνα και την Εξωτερική Πολιτική, στους αντίποδες της κοινής στάσης των Σρέντερ και Σιράκ, οι οποίοι την άνοιξη του 2003 συγκρούστηκαν με την εισβολή στο Ιράκ, που είχε αποφασίσει η κυβέρνηση Μπους.
Τότε, η κοινή γαλλογερμανική στάση απέναντι στις ΗΠΑ στηριζόταν στη διαμόρφωση, λίγο πριν, κοινών θέσεων Παρισιού-Βερολίνου για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ με την υιοθέτηση συνταγματικής συνθήκης.
Σήμερα, σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η αντίστροφη δυναμική: Μια διεθνής κρίση να διαμορφώσει κοινή γαλλογερμανική και στη συνέχεια, ευρωπαϊκή στάση, η οποία με τη σειρά της να διευκολύνει τη ζητούμενη δύσκολη και αβέβαιη σύγκλιση των θέσεων Βερολίνου-Παρισιού ως προς τη μεταρρύθμιση της λειτουργίας της Ευρωζώνης.
Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει θετικά ως προς τη σύγκλιση Γαλλίας-Γερμανίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι ο πρόεδρος Τραμπ, που συναντήθηκε αυτές τις μέρες πρώτα με τον Μακρόν και στη συνέχεια με τη Μέρκελ.
Αν δεν αποδεχθεί τη διαμόρφωση μιας κοινής θέσης με τον Εμανουέλ Μακρόν και την Άνγκελα Μέρκελ απέναντι στο Ιράν και προχωρήσει στις 12 Μαΐου στην, επί της ουσίας, καταγγελία της συμφωνίας για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, τότε Γαλλία και Γερμανία είναι πολύ πιθανόν να διαμορφώσουν κοινό παρονομαστή∙ όχι μόνο διαφοροποίησης από τις ΗΠΑ, με ζητούμενη την τοποθέτηση της Βρετανίας, αλλά και επαφών με την Ρωσία και την Κίνα.
Τούτων λεχθέντων, η δυσκολία συντονισμού Γαλλίας-Γερμανίας σε επεμβάσεις εκτός Ευρώπης, με εξαίρεση την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ για το Ιράκ το 2003, αντικατοπτρίζει την ανησυχία της πολίτικης ελίτ στο Βερολίνο να αποδεχθεί στην Άμυνα και την Εξωτερική Πολιτική, τη δεδομένη πρωτοκαθεδρία της Γαλλίας που είναι πλέον μετά το Brexit η μόνη χώρα σε ΕΕ και Ευρωζώνη, που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο.
Η Γερμανία είναι «αλλεργική» σε κάθε πρότασης μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης που θα οδηγούσε στην αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, στη μεταφορά πόρων αλλά και στη διάσωση χωρών που χάνουν την πρόσβαση στις αγορές χωρίς να υπάρχει αποφασιστικός λόγος της Bundestag.
Συμμετρικά η Γαλλία, παρά την έμφαση και την προτεραιότητα που δίνει σε συνεργασίες προθύμων στην Άμυνα και την Εξωτερική πολιτική, ποτέ δεν θα δεχόταν εμβάθυνση σε αυτούς τους τομείς που θα οδηγούσαν σε ευρωπαϊκή απαλλοτρίωση των αποκλειστικών εθνικών της προνομίων, δηλαδή της μόνιμης έδρας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και του πυρηνικού της οπλοστασίου.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το Βερολίνο δεν θέλει να συρθεί σε στήριξη του παρεμβατισμού της Γαλλίας στη Μέση Ανατολή, χωρίς να έχει προϋπάρξει συμπεφωνημένο πλαίσιο.
Στις αποστάσεις που κράτησε η Μέρκελ από τον Μακρόν μπορούμε να διακρίνουμε τη φιλοδοξία του Βερολίνου να διαδραματίσει ρόλο ενδιαμέσου ανάμεσα σε ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία από την μια μεριά και Ρωσία από την άλλη. Η ανοικτή γραμμή άλλωστε με το Κρεμλίνο που φρόντισε να κρατήσει ο Μακρόν, διαφοροποιούμενος από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, καταδεικνύει το συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα της προσπάθειες του Παρισιού-Βερολίνου για κοινή στάση απέναντι στον Πούτιν.
Διαφοροποιημένη εμφανίζεται και η σχέση Μακρόν και Μέρκελ με τον Τραμπ, με τον πρόεδρο της Γαλλίας να έχει εμβαθύνει τη διμερή αλλά και διαπροσωπική σχέση με τον ένοικο του Λευκού Οίκου και την Καγκελάριο να κρατά αποστάσεις ασφαλείας. Μια διαφοροποίηση που την ανταποδίδει ο Τραμπ, με τον Μακρόν να απολαμβάνει μεταχείριση επίσημης επίσκεψης αρχηγού κράτους και τη Μέρκελ υποδοχή επίσκεψης εργασίας.
Μακρον, Μέι και Μέρκελ φοβούνται ότι μια εσπευσμένη αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συρία ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για διολίσθηση προς σύγκρουση ΗΠΑ-Ιράν. Αντίθετα, εκτιμούν ότι η αναζήτηση πολιτικής διευθέτησης στην Συρία, που προϋποθέτει την εμπλοκή και της Τεχεράνης, αποτρέπει το σενάριο μετωπικής σύγκρουσης.
Μέχρι στιγμής, Γαλλία και Βρετανία δήλωσαν έμπρακτα την πρόθεση τους να είναι παρούσες στη Μέση Ανατολή, για πρώτη φορά μετά το φιάσκο της εισβολής τους στο Σουέζ το 1956.
Πρόκειται για κίνηση σε επίπεδο εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Το αν θα πάρει ευρωπαϊκή διάσταση με την ενεργοποίηση της Γερμανίας είναι σε απόλυτη συνάρτηση με τη στάση που θα υιοθετήσει ο Τραμπ απέναντι στο Ιράν.
Σε κάθε περίπτωση, αν το ευρωπαϊκό στοίχημα που έθεσε ο Μακρόν τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Σορβόνη δεν φάνηκε να κερδίζεται στην προ ημερών συνάντηση του με την Μέρκελ στο Βερολίνο, είναι μάλλον εξίσου, αν όχι περισσότερο δύσκολο, να κατοχυρωθεί στα περίχωρα της Δαμασκού.
* Το ΕΝΑ http://www.enainstitute.org/ είναι ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ερευνητικό κέντρο. Αποτελεί ένα βήμα ελεύθερου διαλόγου και ένα χώρο δημιουργίας και διάδοσης εναλλακτικών ιδεών με τελικό στόχο το μετασχηματισμό τους σε εφαρμόσιμες θεωρίες και πολιτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.