Ο φίλος και το σπίτι, είναι, λένε, οι πλέον αδιάψευστοι «μάρτυρες» του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ίσως όχι με απόλυτα ισομερή βαρύτητα μαρτυρίας, αλλά πάντως υπάρχουσα και για τα δύο σε έναν ή άλλο βαθμό.
Ουδείς αμφισβητεί ότι ο φίλος αντέχει στον χρόνο. Όσο για την κατοικία… απηχεί μεν τον χαρακτήρα μιας εποχής, αλλά στην πραγματικότητα, «στο μέλλον θα αποτιμηθεί η αξία κάθε αρχιτεκτονικού σχεδίου».
Αυτό είχε δηλώσει προ 20ετίας η αρχιτέκτων Σουζάνα Αντωνακάκη, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιουλίου, της οποίας την υπογραφή (πλάι στου επίσης αποβιώσαντα αρχιτέκτονα συζύγου της, Δημήτρη) φέρουν σπουδαία κτήρια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ανά την Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι πως τα «βαθιά θεμέλια» μιας κατοικίας δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ασφαλή στατικότητά της. Είναι θεμέλια που μαρτυρούν τις επιρροές της αρχιτεκτονικής τέχνης ή την ταξική και κοινωνική διαστρωμάτωση της εκάστοτε εποχής. Τέτοιου είδους αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχιτεκτονικής σώζονται –ευτυχώς- σε κάμποσες γειτονιές των ελληνικών μεγαλουπόλεων και δη εκείνων που δέχθηκαν και στέγασαν όγκους μεταπολεμικών μεταναστών και προσφύγων.
Άλλωστε, οι πρώτες αστικές πολυκατοικίες, που διαδέχθηκαν τα προσφυγόσπιτα των Μικρασιατών με τις αυλές, έγιναν η μαγιά για την κατοπινή αλματώδη –συχνά σε βάρος της ποιότητας- ανοικοδόμηση των πόλεων. Ανοικοδόμηση, που στο πέρασμα των δεκαετιών και κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, εξελίχθηκε σε εφιάλτη για τον αστικό ιστό, καθώς εξέλειψε ο σεβασμός στον κοινόχρηστο χώρο και η αγάπη προς το πρόσωπο της πόλης.
Πυκνοί συντελεστές και αυθαιρεσίες στη δόμηση οδήγησαν τα αστικά κέντρα σε πνιγμό, τη μέση θερμοκρασία κατά τους θερινούς μήνες στο ζενίθ και το μάτι σε… τραύματα αισθητικής.
Την περίοδο του μεσοπολέμου και καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας μεγαλουργεί στην περιφέρεια, απασχολούμενος στον πρωτογενή τομέα, στις πόλεις η αρχιτεκτονική βρίσκει χώρο και χρόνο να πειραματισθεί. Η αόρατη διελκυστίνδα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση αποτυπώνεται και στην αρχιτεκτονική. Οι εκφραστές της, επηρεασμένοι από τις ευρωπαϊκές σχολές, «υψώνουν» κτήρια κλασικού ρυθμού, νεομπαρόκ, αρτ νουβό και τυπικά δείγματα εκλεκτικισμού.
Αλλά το ζητούμενο είναι η «ελληνικότητα». Το έλλειμμά της στη δομική αισθητική των μεγάλων πόλεων και κυρίως, της πρωτεύουσας, κληροδοτούν ως πρόβλημα στις επόμενες γενιές οι αρχιτέκτονες της εποχής.
Ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος και ο εμφύλιος αφήνουν στην αυγή της δεκαετίας του ΄50 μία Ελλάδα καθημαγμένη. Τα ελληνικά χωριά, που έχουν αποψιλωθεί με τον εμφύλιο χάνουν τον μίτο επαφής με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έτσι και ο αγροτικός πληθυσμός χάνει την πρωτιά του στην πληθυσμιακή σύνθεση της χώρας. Αναζητεί πλέον την τύχη του στις πόλεις, που με σταθερό ρυθμό πλημμυρίζουν από εσωτερικούς μετανάστες. Την ώρα που οι «λόγιοι» αρχιτέκτονες αναζητούν το σημείο επαφής μεταξύ διεθνούς και ελληνικού κατασκευαστικού ρυθμού, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις πρωτίστως της τέχνης τους και δευτερευόντως των εργοδοτών τους (Δημόσιο και εύπορες οικογένειες), η αστυφιλία γεννά αρκετούς ιδιώτες εργολάβους που ακολουθούν τη μόδα της αντιπαροχής.
«Μετακομίσαμε σε πολυκατοικία» δηλώνουν οι υπηρεσίες των μεγαλοαστικών οικογενειών του μεταπολέμου κι από το στόμα τους τρέχει μέλι… Η αλήθεια είναι ότι οι πολυκατοικίες υψηλής αισθητικής που σχεδιάζονται από σημαντικούς αρχιτέκτονες κατά παραγγελία ευπόρων οικοπεδούχων, απηχούν ακριβώς την ταξική διαστρωμάτωση των μεγαλουπόλεων.
Μόνο που η δεκαετία του ΄60 για τα μεγάλα αστικά κέντρα ανατέλλει με κάμποσα κτήρια πολλαπλών κατοικιών, όπου το ζητούμενο είναι να χωρέσουν οι οικογένειες και όχι απαραιτήτως οι αμμοβολές στις πόρτες, τα βιτρό, οι κλίμακες με τις δρύινες κουπαστές ή οι ορθομαρμαρώσεις στις προσόψεις… Η ποιότητα υποχωρεί στην ποσότητα… Οι σπουδαίοι αρχιτέκτονες της εποχής, Τ. Ζενέτος, ζεύγος Αντωνακάκη, Κ. Κιτσίκης, Αρ. Κωνσταντινίδης, Κ. Δοξιάδης, Γ. Κανδύλης κ.α., απελευθερώνουν με φειδώ το δημιουργικό ταλέντο τους στα δημόσια κτήρια και σε ολίγες πολυκατοικίες μεγαλοαστών.
Στη «Στέλλα» του Κακογιάννη (1955), η σκηνή του μαχαιρώματος κινηματογραφείται στο τρίστρατο Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Στην «καρδιά» των Εξαρχείων, που έμελε να φέρει ίσαμε σήμερα ανεξίτηλη αστική σφραγίδα. Στο πλάνο διακρίνεται η μία και μόνη πολυκατοικία της εποχής (τριώροφη) ανάμεσα σε προσφυγόσπιτα.
Σήμερα, στην ταράτσα της πολυκατοικίας σώζονται ακόμη δύο αντικριστές ενσωματωμένες βάσεις κρεμαστών φωτιστικών. Προορίζονταν για συγκεκριμένα διαμερίσματα. Κάτω από αυτά τα φωτιστικά, οι ιδιοκτήτες τους τοποθετούσαν τα καλοκαίρια τις καρέκλες και τα τραπεζάκια τους και δροσίζονταν από τις νυχτερινές αύρες, που κυκλοφορούσαν ανεμπόδιστες στο ανηφορικό σταυροδρόμι, απολαμβάνοντας αναψυκτικά και γλυκά. Σε αυτήν την ταράτσα, σε θέση «βολής» από το χέρι των αφεντικών υπάρχουν ακόμα και τα κουδούνια, με τα οποία καλούσαν τις υπηρεσίες τους…
Εντυπωσιακές είσοδοι, λοιπόν, θυρωρεία, επιβλητικές κλίμακες, κεντρικές υαλόθυρες με αμμοβολή, δωμάτια υπηρεσίας και εσωτερικά κουδούνια, σκάλες υπηρεσίας απ΄ όπου ανεβοκατεβαίνουν για τα ψώνια και τις μπουγάδες τους οι οικιακές βοηθοί, στοιχεία πολυκατοικιών μεσοπολέμου και κυρίως της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, «θυσιάζονται» στην ανάγκη για εξοικονόμηση χρήματος και χώρου. Έτσι κι αλλιώς, από τη μεταπολίτευση και μετά, οι εμφανείς ταξικές διαφορές έχουν ήδη αρχίσει να αμβλύνονται. Απαλείφονται από τις πολυκατοικίες και ενσωματώνονταν αλλού…
«Αυτό ήταν το πρόταγμα της διαμορφούμενης αστικής τάξης, πριν τη στροφή στην ιδιωτικότητα που παγιώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, οπότε το ενδιαφέρον στράφηκε στη μέγιστη αξιοποίηση της τελευταίας ρανίδας διαθέσιμου νόμιμου συντελεστή (στη συνέχεια και πέραν αυτού, με το κλείσιμο των ημιυπαίθριων) και σε όσο γίνεται περισσότερα υπνοδωμάτια και εντυπωσιακά σαλόνια, που αποτελούν άλλωστε και τα κριτήρια εμπορικότητας» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Γκοιμίσης.
Από τους γνήσιους εκφραστές της νέας γενιάς αρχιτεκτόνων (και τη δική του, μεταξύ άλλων επιστημόνων, υπογραφή φέρει το σχέδιο αστικής ανάπλασης του ΥΠΕΝ), ο Βασίλης Γκοιμίσης αρέσκεται να περπατάει στο κέντρο της Αθήνας «παρατηρώντας, τα εγκαταλελειμμένα κτήρια αλλά και τις αστικές πολυκατοικίες, είτε βαθιά πέρα από την όψη -μέσα στις εισόδους – είτε και πιο ψηλά από το ισόγειο -τους ανώτερους ορόφους».
«Είναι», λέει, «αυτά που παρουσιάζουν κατά κανόνα αναλλοίωτα στοιχεία, αισθητικά άψογων διαμορφώσεων ευρύχωρων εισόδων και, περίτεχνων ή πιο συχνά εξαιρετικά λιτών όψεων, μελετημένων όμως στην τελευταία τους λεπτομέρεια και πάντα με πλούσιο λεξιλόγιο υλικών και τεχνοτροπιών, αυτές οι απαρατήρητες εικόνες του παρελθόντος αποτελούν πάντα μια ευχάριστη έκπληξη. Ειδικά στις “υποβαθμισμένες” περιοχές, πλ. Βάθη, Αγ. Παντελεήμονα, πλ. Αμερικής, Εξάρχεια, Κυψέλη, Πατήσια, αποτελούν τους παρηκμασμένους αλλά εναργείς μάρτυρες μιας αστικής ποιότητας, με ειδική μέριμνα για τον δημόσιο χώρο».
Και είναι αυτός ακριβώς ο δημόσιος χώρος στα μεγάλα αστικά κέντρα που αποτελεί τη μεγαλύτερη θυσία στον βωμό της αστυφιλίας. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς μελετάται πολύ από αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς. Είναι, άλλωστε, το πρόταγμα της διαμορφούμενης αστικής τάξης -πριν τη στροφή στην ιδιωτικότητα που παγιώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης- οπότε το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη μέγιστη αξιοποίηση και της τελευταίας ρανίδας νόμιμου συντελεστή (στη συνέχεια και πέραν αυτού, με το κλείσιμο των ημιυπαίθριων) και στα κατά το δυνατόν περισσότερα υπνοδωμάτια και εντυπωσιακά σαλόνια, που αποτελούν και τα νέα κριτήρια εμπορικότητας.
Με γοργό ρυθμό, τα νέα δεδομένα μαζί με τις αβασάνιστες ρυμοτομήσεις, εξαφανίζουν προσανατολισμούς και πνίγουν τα πάρκα στο τσιμέντο, ενώ οι πάλαι ποτέ ευρύχωροι κοινόχρηστοι χώροι των πολυκατοικιών συμπυκνώνονται στον όνομα της εξοικονόμησης επιφάνειας, κόβοντας την πρόσβαση στο αέρα και φέρνοντας την καρδιά των πόλεων κάμποσα βήματα πιο κοντά στην ανακοπή…
Σε έναν εφιαλτικό συνδυασμό, διαρκής και αδιάκοπη ροή οχημάτων, πολυκατοικίες σε πυκνή «στρατιωτική» παράταξη, χιλιάδες εγκαταλειμμένα κτήρια, αφρόντιστοι πια μάρτυρες αλλοτινών εποχών, κι ένας ορίζοντας χαμένος από τα μάτια και τα πνευμόνια των κατοίκων, αρκούν για να καταστήσουν επιτακτική, τουλάχιστον για την πρωτεύουσα, την ανάγκη «τραχειοστομίας» …
«Ο σχεδιασμός και η αγάπη για τους κοινόχρηστους χώρους και το πρόσωπο προς την πόλη έχουν καταστεί ανεπίκαιρα. Θυσιάστηκαν στον βωμό μεγιστοποίησης του κέρδους που συνδέεται πλέον με το αφήγημα της περιφρούρησης και βελτίωσης της ιδιωτικότητας. Εκεί, εντοπίζεται και το πρόβλημα στις μεγάλες πόλεις, όπου τα παρηκμασμένα ή και εγκαταλελειμμένα κτήρια, βλάπτουν ανεπανόρθωτα την εικόνα του δημόσιου χώρου, αλλά και η κοινή γνώμη, δυστυχώς, εκπαιδεύεται να αποδέχεται αυτή την εικόνα εγκατάλειψης του, ανατροφοδοτώντας όλο και περισσότερο την εσωστρέφεια της βελτίωσης του “προσωπικού” μας χώρου.
Αναρωτιέμαι, όμως, μπορεί να υπάρξει δημόσια ζωή και ενασχόληση με τα “κοινά” ανάμεσα σε έναν καθημαγμένο δημόσιο χώρο; Και ακόμη παραπέρα, μπορεί να υπάρξει προσωπική ανάπτυξη και ισορροπία, όταν τελικά ωθούμαστε σε μια “ιδιωτεία”, όρος που άλλωστε μεταφραζόμενος στην Αγγλική, αποκτά ίσως το πραγματικό του νόημα (idiocy = ανοησία, βλακεία)» σημειώνει ο κ. Γκοιμίσης και καταλήγει:
«Η συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, με αφορμή τις επεμβάσεις πεζοδρομήσεων και γενικής ανάκτησης του χώρου από πεζούς/χρήστες δημόσιου χώρου, είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ και πρέπει να γίνει με όσο μεγαλύτερη ευρύτητα και συμμετοχή της κοινωνίας. Παράλληλα, περιμένουμε με ανυπομονησία τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, για διαμόρφωση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου αποκατάστασης και επανάχρησης εγκαταλελειμμένων κτηρίων, ειδικά των διατηρητέων εξ αυτών -που αποτελεί άλλωστε και ύψιστη συνταγματική επιταγή- αλλά και αποτελεσματικής αρωγής προς τους ιδιοκτήτες τους.
Στο παρελθόν έχουν ανακοινωθεί διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες που συνήθως προσκρούουν στο πρόβλημα της πολυι-διοκτησίας και της προστασίας των ιδιωτικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα να μην θεσπίζονται τελικά. Όμως, πλέον πιστεύω πως οι δυσμενείς συνθήκες αλλά και η εδραιωμένη επιθυμία για αναζωογόνηση των πόλεων, επιβάλλουν μια τελείως διαφορετική στάθμιση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.
Άλλωστε, σημειώνω ότι στους περιπάτους μου στις «δύσκολες» περιοχές του κέντρου της Αθήνας, διαπιστώνω με συγκίνηση, ότι η καλύτερη τύχη στην οποία αυτά τα “ερείπια” μπορούν να ελπίζουν, είναι να γίνουν οίκοι ανοχής, μιας και τότε τυγχάνουν διαρκούς φροντίδας και συντήρησης, και ενίοτε, ευφάνταστων αισθητικών παρεμβάσεων, που συνδέονται βέβαια με μια διαφορετική αλλά, πανάρχαια, και γι αυτόν τον λόγο, αυθεντική, εμπορικότητα…»