«Από τα κόμματα στα φαν κλαμπ». Ηταν ο τίτλος του πρώτου θέματος στην «Εφημερίδα των Συντακτών» το περασμένο Σάββατο. Μέσα σε λίγες λέξεις συμπυκνώνει όσα συνέβησαν στον ΣΥΡΙΖΑ από την εκλογή Κασσελάκη στην προεδρία, μέχρι τη νέα διάσπαση και την προϊούσα “εξαϋλωση” του κόμματος.
Ακόμη περισσότερο περιγράφει τη μετάλλαξη των κομμάτων και τον μετασχηματισμό του μοντέλου συγκρότησης-λειτουργίας τους, που έγινε στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του '90, ξεκινώντας δύο δεκαετίες νωρίτερα από ευρωπαϊκές χώρες.
Ολοι, ή σχεδόν όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί ομνύουν στη Δημοκρατία και στην αντιπροσωπευτικότητα. Τελευταία “επινόηση” που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους, είναι η εκλογή ηγέτη απ' ευθείας από τη βάση και όχι από τα εκλεγμένα κομματικά όργανα.
Και μάλιστα όχι ακριβώς από τα ενεργά μέλη που έχουν οργανικούς, οργανωτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με το κόμμα, αλλά από έναν ακαθόριστο “πολτό” μελών, φίλων και ευκαιριακών ψηφοφόρων – στους οποίους προστίθεται και όποιος είναι διατεθειμένος να δώσει δύο-τρία ευρώ για να επιλέξει ηγέτη σε ένα “ξένο” κόμμα.
H πασαρέλα και οι περαστικοί
Ετσι η εκλογή μετατρέπεται σε “πασαρέλα”. Ανθρωποι που μπορεί να μην έχουν καμία οργανική ή ιδεολογική σχέση με το κόμμα – και ενδέχεται να μην προτίθενται καν να το ψηφίσουν – αποφασίζουν ποιός θα τεθεί επικεφαλής του. Χωρίς κανένα πολιτικό κριτήριο και χωρίς να τους ενδιαφέρει ποιά θα είναι η περαιτέρω πορεία του πολιτικού φορέα.
Το είδαμε να συμβαίνει με την ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ – και βλέπουμε τώρα πού οδήγησε.
Εκλογή απ' ευθείας από τη βάση, με συμμετοχή και... περαστικών, είχαμε επίσης στο ΠΑΣΟΚ το 2004 κα στη ΝΔ το 2009. Εκεί τα “ευτράπελα” αποφεύχθηκαν, καθώς οι υποψήφιοι ήταν δεδομένοι, του στενού κομματικού κύκλου.
Το παλιό μοντέλο
Το “ατύχημα” που συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ, επαναφέρει προς συζήτηση το θέμα της “αμεσοδημοκρατίας” στα κόμματα. Είναι πραγματικά στοιχείο δημοκρατικής λειτουργίας και αντιπροσωπευτικότητας η απ' ευθείας εκλογή ηγεσίας από τη βάση; Μήπως η παράκαμψη των κομματικών οργάνων – συνεδρίου, Κεντρικής Επιτροπής κλπ – οδηγεί στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα;
Οι αντιλήψεις με το χρόνο αλλάζουν, τα κόμματα μετασχηματίζονται. Παλιότερα είχαμε κόμματα με μαζικές οργανώσεις κατά περιοχές και επαγγελματικούς κλάδους. Η διάκριση μεταξύ μελών και “φίλων” ήταν σαφέστατη. Δεν μπορούσαν οι “φίλοι” - σταθεροί ή ευκαιριακοί – να συμμετέχουν σε κομματικές διαδικασίες. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να εκλεγούν σε θέσεις κομματικής ευθύνης.
Οι δομές αυτές δημιουργήθηκαν από τα αριστερά και εργατικά κόμματα και σταδιακά υιοθετήθηκαν από όλα. Ομως, από τα μέσα της δεκαετίας του '90, εκφυλίζονται και καταρρέουν, ακολουθώντας την αποσύνθεση του εργατικού κινήματος και των κομμάτων που το εξέφραζαν.
Επίφαση νομιμοποίησης
Τα κόμματα ξαναγίνονται πάλι μηχανισμοί με κλειστούς πυρήνες εξουσίας και με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, χωρίς σύνδεση με τη βάση. Η κομματική βάση δεν συμμετέχει ουσιαστικά στην παραγωγή και στη διαμόρφωση πολιτικής. Καλείται μόνον για να δώσει επίφαση νομιμοποίησης και αποδοχής στην ηγεσία.
Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί και η εκλογή ηγεσίας κατ' ευθείαν από τη βάση – από μέλη και “φίλους” που δεν έχουν οργανική σχέση με το κόμμα, δεν συμμετέχουν στη διαμόρφωση απόψεων και πολιτικής, δεν έχουν γνώση και ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στους κόλπους της ηγετικής ομάδας και των μηχανισμών του.
Ο Στ. Κασσελάκης το είπε ξεκάθαρα, προτείνοντας αλλαγές στο καταστατικό και στον τρόπο συγκρότησης -λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ: Ήθελε “αδιαμεσολάβητη επικοινωνία” με την κομματική βάση, χωρίς ενδιάμεσα όργανα, Κεντρικές Επιτροπές και τα τοιαύτα, που αποτελούν “επινόηση της κομμουνιστικής Αριστεράς”. Εβλεπε τον εαυτό του ηγέτη σε ένα κόμμα που θα ήταν “κλαμπ θαυμαστών - οπαδών”, ένα fan club που θα επικροτούσε δια βοής τις αποφάσεις του.
Σε εποχή κρίσης και αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, αυτό το μοντέλο κόμματος κερδίζει έδαφος διεθνώς. Ομως η ιστορία δείχνει ότι μόνον κόμματα ενεργών μελών, με συλλογικά όργανα που εκλέγουν ηγεσία, μπορούν να διασφαλίσουν την αντιπροσωπευτικότητα, τη δημοκρατική λειτουργία και να εκφράσουν την κοινωνία.
Χ. ΝΙΑΚΑΣ