Αγορές

Ράλι ομολόγων, «δώρα» Ντράγκι περιμένει η αγορά


Τα «δώρα» του Μάριο Ντράγκι μετά την αυριανή συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ περιμένει η αγορά ομολόγων και το παιχνίδι της προεξόφλησης των επόμενων κινήσεων χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη ανεβάζει στα ύψη τις τιμές των ομολόγων και κατεβάζει σε νέα επίπεδα ιστορικού ρεκόρ της αποδόσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε νωρίτερα ακόμη και στο -0,385%, που είναι και το χαμηλότερο επίπεδο στην ιστορία, ενώ συνθήκες «πάρτι» επικρατούν και στα πιο «επικίνδυνα» ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αρνητικό έδαφος έχει υποχωρήσει η απόδοση του ιταλικού 2ετούς ομολόγου, ενώ και η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς έσπασε νέο ρεκόρ πτώσης, υποχωρώντας στο 2,010%.

Τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην ιστοσελίδα της για τη διαμόρφωση της καμπύλης των επιτοκίων όλων των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, με βάση τις χθεσινές τιμές της αγοράς, αποκαλύπτουν ότι οι επενδυτές είναι πρόθυμοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά να πληρώνουν «φύλακτρα» στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να «παρκάρουν» τα κεφάλαιά τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως φαίνεται στο γράφημα (διακεκομμένη γραμμή) η μέση απόδοση όλων των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης ήταν χθες αρνητική για τους τίτλους με διάρκεια μέχρι οκτώ χρόνια και επτά μήνες. Για τα ομόλογα κορυφαίας διαβάθμισης (τριπλό «Α») η μέση απόδοση είναι αρνητική για διάρκειες μέχρι 15 χρόνια και πέντε μήνες!

Η καμπύλη επιτοκίων της ευρωζώνης (πηγή: ΕΚΤ)


Η αγορά προεξοφλεί ότι η αυριανή συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ, από τις τελευταίες που θα γίνουν με τον Μάριο Ντράγκι στη θέση του προέδρου, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και πιθανόν να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις, δηλαδή ότι η κεντρική τράπεζα θα ανοίξει και πάλι τους κρουνούς για την παροχή δωρεάν χρήματος στην αγορά.

Το βασικό σενάριο για τις αυριανές αποφάσεις προβλέπει ότι, εκτός σοβαρού απροόπτου, η ΕΚΤ θα αποφασίσει νέα μείωση του ήδη αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες, από το -0,40% στο -0,50%.

Τα επιτόκια που διαμορφώνονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά δείχνουν, επίσης, ότι ήδη προεξοφλείται ακόμη μεγαλύτερη μείωση του αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων, σε επίπεδα ακόμη και χαμηλότερα από -0,60%.

Το τιμωρητικό για τις τράπεζες αρνητικό επιτόκιο στις ημερήσιες καταθέσεις τους αποσκοπεί στη μείωση της ρευστότητας που «παρκάρουν» οι τράπεζες στην ΕΚΤ, ώστε να κατευθύνουν περισσότερο χρήμα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Υπέρ της νέας μείωσης του επιτοκίου αυτού συνηγορούν και τα στοιχεία από την έρευνα της ΕΚΤ για τις συνθήκες δανεισμού στην ευρωζώνη κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, που έδειξε, απρόσμενα, ότι οι τράπεζες έγιναν αυστηρότερες στη χορήγηση δανείων στις επιχειρήσεις, καθώς φοβούνται ότι η οικονομική επιβράδυνση θα αυξήσει τις επισφάλειες.

Το νέο QE

Όμως, το θέμα που η αγορά περιμένει με μεγάλο ενδιαφέρον από την αυριανή συνεδρίαση στην Φρανκφούρτη είναι όσα θα ανακοινώσει ο Μάριο Ντράγκι σχετικά με την θεωρούμενη πλέον ως βέβαιη νέα ενεργοποίηση προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE).

Οι αναλυτές της αγοράς θεωρούν ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ θα επιδιώξει να δρομολογήσει τις αποφάσεις για το νέο QE πριν αποχωρήσει από τη θέση του, τον Νοέμβριο, για την αποφασισμένη διαδοχή του από την Κριστίν Λαγκάρντ.

Το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι ότι κυριολεκτικά έχουν σχεδόν εξαντληθεί τα ομόλογα που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ με βάση τους κανόνες του αμέσως προηγούμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ είχε τη δυνατότητα να αγοράζει μέχρι το 33% των διαπραγματεύσιμων ομολόγων κάθε χώρας της ευρωζώνης, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής (κλείδα) στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, και ήδη αυτό το όριο έχει σχεδόν καλυφθεί για τα γερμανικά ομόλογα.

Αυτό που περιμένει η αγορά και θα μπορούσε να δώσει ακόμη ισχυρότερη ώθηση στις τιμές των ομολόγων, είναι αν η ΕΚΤ θα αλλάξει τους κανόνες παιχνιδιού της ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να μπορέσει πραγματικά να «βομβαρδίσει» με ρευστότητα την αγορά και να συμπιέσει σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα τις αποδόσεις.