Η νέα μεγάλη ιδέα της κυβέρνησης, που συζητείται με τους Θεσμούς των δανειστών, συμπυκνώνεται σε έναν όντως εντυπωσιακό τίτλο: «Πρόγραμμα για 300.000 νέες θέσεις εργασίας».
Προς το παρόν, επίσημες ανακοινώσεις για τo κυβερνητικό σχέδιο δεν έχουμε, παρ’ότι ότι ένα τόσο μεγαλεπήβολο σχέδιο θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου και τεχνοκρατικής επεξεργασίας και όχι να το εκπονούν πίσω από κλειστές πόρτες υπουργοί και σύμβουλοι και να το συζητούν μόνο με τους τεχνοκράτες-εκπροσώπους των ξένων δανειστών.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Αρκούμαστε, λοιπόν, ελλείψει σοβαρής ενημέρωσης, στις κυβερνητικές «διαρροές» για τα βασικά στοιχεία αυτού του σχεδίου:
- Πρόκειται για ένα τριετές πρόγραμμα με στόχο τη δημιουργία τουλάχιστον 300.000 νέων θέσεων εργασίας.
- Οι περισσότερες νέες θέσεις (50-75%) θα κατανεμηθούν σε ωφελούμενους των ήδη εφαρμοζόμενων προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας.
- Για τις υπόλοιπες θέσεις, προτεραιότητα θα έχουν οι 55.000 άνεργοι νέοι, ηλικίας 22-29 ετών, και οι άνεργοι άνω των 55 ετών.
- Το κόστος του προγράμματος θα είναι υψηλό: περίπου 3 δισ. ευρώ.
Για τη χρηματοδότησή του, η αρμόδια αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου (όπως έγινε γνωστό επίσης από «διαρροές») δεν είχε πολλά να πει στους εκπροσώπους των Θεσμών και παρέπεμψε στο οικονομικό επιτελείο για περισσότερες «λεπτομέρειες».
Από άλλες «διαρροές», αυτή την φορά σε ξένα μέσα, μάθαμε ότι η κυβέρνηση έχει υποβάλει αίτηση για δάνειο στην Παγκόσμια Τράπεζα, προκειμένου να καλύψει μερικώς ή στο σύνολό του το κόστος του φαραωνικού σχεδίου για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Κάπως έτσι, άλλη μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση, η προσφυγή για δανεισμό σε ένα διεθνή χρηματοπιστωτικό θεσμό που χρηματοδοτεί φτωχές χώρες, κυρίως στην Αφρική και την Ασία, λήφθηκε από την κυβέρνηση επίσης χωρίς να γίνει η παραμικρή συζήτηση στο εσωτερικό της χώρας.
Είναι πράγματι θλιβερό τόσο σημαντικοί σχεδιασμοί για την οικονομία και το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες υπουργικών γραφείων και δωματίων του γνωστού κεντρικού ξενοδοχείου, όπου φιλοξενούνται οι συναντήσεις με τους ξένους δανειστές.
Είναι, όμως, ένα καλό δείγμα του πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση που... ηρωικά αντιστέκεται στους ξένους δανειστές το δικό της ρόλο: για οτιδήποτε σοβαρό, η δημοκρατική διαβούλευση παρακάμπτεται και ως τελικοί κριτές αναγνωρίζονται οι ίδιοι δανειστές, στους οποίους ηρωικά αντιστεκόμαστε!
Η αλήθεια πίσω από τους τίτλους
Η ουσία του θέματος: Αναμφίβολα, κάθε άνεργος που θα αντικρίσει σε ένα περίπτερο ένα πηχυαίο τίτλο «Πρόγραμμα για 300.000 θέσεις εργασίας» θα δει μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι της προσωπικής του περιπέτειας. Πόση αξία έχει, άραγε, αυτή η σπουδαία υπόσχεση;
Το υπό συζήτηση πρόγραμμα φέρει τη σφραγίδα της Ράνιας Αντωνοπούλου. Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας είναι μια αναγνωρισμένη διεθνώς, «ετερόδοξη» οικονομολόγος, που από χρόνια επεξεργάζεται επιστημονικά την ιδέα της παρέμβασης του κράτους στην αγορά εργασίας σε συνθήκες κρίσης. Έχει προτείνει, μάλιστα, κατ’ αναλογία με την παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, που αποτελούν δανειστή έσχατης καταφυγής («lender of last resort») σε συνθήκες κρίσεις, να λειτουργεί και το κράτος ως εργοδότης έσχατης καταφυγής («employer of last resort»).
Αυτή την ιδέα θέλει να δοκιμάσει, προφανώς, η κ. Αντωνοπούλου με το γιγαντιαίο πρόγραμμα για τις 300.000 θέσεις εργασίας: Για να μην επαληθευθούν οι γνωστές προβλέψεις του Π. Τόμσεν (ΔΝΤ) ότι θα χρειασθούν 21 χρόνια μέχρι να υποχωρήσει η ανεργία στα προ της κρίσης επίπεδα, προτείνεται να επιταχυνθεί η δημιουργία απασχόλησης με την παρέμβαση του κράτους, η οποία θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν περίπου στο 1/4 του σημερινού αριθμού των ανέργων.
Έτσι, κατά τη θεωρία αυτή, η ανεργία θα επιστρέψει πολύ πιο γρήγορα σε «ανεκτά» επίπεδα και ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιταχυνθεί εντυπωσιακά.
Στη θεωρία, οι... λογαριασμοί φαίνεται πως βγαίνουν. Εν προκειμένω, όμως, δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή άσκηση, όπως αυτές που έκανε ο σύζυγος της κ. Αντωνοπούλου, Δημήτρης Παπαδημητρίου, όταν έβρισκε λύση στο ελληνικό πρόβλημα με την κυκλοφορία παράλληλου νομίσματος, για να παραδεχθεί αργότερα, από τη θέση πια του υπουργού Οικονομίας, ότι όσα είχε γράψει δεν έχουν πρακτική εφαρμογή.
Η κυβέρνηση πρέπει να εξηγήσει - και να κριθεί από τους όχι λίγους σοβαρούς τεχνοκράτες που έχουμε σε αυτή τη χώρα - όλες τις «λεπτομέρειες» αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου.
Πώς, για παράδειγμα, σε μια χώρα με άθλιους διοικητικούς μηχανισμούς και μακρά παράδοση αποτυχιών στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, θα καταφέρει η κ. Αντωνοπούλου να δημιουργήσει μέσω ενός κρατικού προγράμματος έως και 225.000 θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα μέσα σε τρία χρόνια, για να απορροφηθούν άνθρωποι με κατά τεκμήριο χαμηλού επιπέδου δεξιότητες, οι οποίοι έχουν βρει «καταφύγιο» στα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης;
Όσοι έχουν μια στοιχειώδη αντίληψη των δεδομένων της αγοράς εργασίας μπορούν εύκολα να αντιληφθούν ότι τόσο μεγάλος αριθμός νέων θέσεων εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης μέσα σε τόσο σύντομη περίοδο (τρία χρόνια) θα είναι άθλος να δημιουργηθούν στον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη κι αν πρόκειται το κράτος να χρηματοδοτήσει το μεγαλύτερο μέρος των αποδοχών αυτών των εργαζομένων.
Αντίστοιχοι προβληματισμοί υπάρχουν και για τους άλλους φιλόδοξους στόχους του προγράμματος, που αφορούν τις θέσεις εργασίας για νέους και για άτομα που βρίσκονται κοντά στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης: είναι εξαιρετικά φιλόδοξοι και θα πρέπει να δοθούν πλήρεις εξηγήσεις για το σχέδιο που έχει επεξεργασθεί το υπουργείο Εργασίας.
Ποια είναι, λοιπόν, η «μαγική» συνταγή, που έχει η κ. Αντωνοπούλου και δεν αποκαλύπτει; Μήπως υπολογίζει ότι με την υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, που για πρώτη φορά θα μπει σε μια χώρα με τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, θα λυθούν όλα τα προβλήματα σχεδιασμού αυτού του προγράμματος και με τη βοήθεια ξένων τεχνοκρατών θα μεταμορφωθούν ξαφνικά οι αναποτελεσματικές ελληνικές υπηρεσίες;
Άλλος ένας ξένος δανειστής...
Το επόμενο μεγάλο ερώτημα που τίθεται, αφορά τη χρηματοδότηση αυτού του προγράμματος. Το προφανές παράδοξο είναι ότι μια χώρα με «εξαιρετικά μη βιώσιμο» - για να θυμηθούμε και το ΔΝΤ - δημόσιο χρέος, η οποία ταυτόχρονα έχει πρόσβαση σε μεγάλου ύψους επιδοτήσεις ή φθηνές χρηματοδοτήσεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εμφανίζεται ξαφνικά έτοιμη να ζητήσει ένα ακόμη, όχι τόσο φθηνό, δάνειο από διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
Όπως σημείωσε και η εκπρόσωπος της Κομισιόν, σχολιάζοντας το ελληνικό αίτημα για δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα, βάσει του Δημοσιονομικού Πλαισίου 2014-2020 έχουν ήδη χορηγηθεί κεφάλαια στην Ελλάδα για ενεργές πολιτικές στην αγορά εργασίας. Από διπλωματική αβρότητα προφανώς, δεν πρόσθεσε ότι πριν ακόμη βρούμε τρόπο να αξιοποιήσουμε τα κεφάλαια του ΕΣΠΑ για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, αναζητούμε δανεικά για να χρηματοδοτήσουμε και άλλες (!) ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Ούτε είπε ότι είναι διαθέσιμα πολλά ακόμη κεφάλαια, αναξιοποίητα προς το παρόν, από το «πακέτο» Γιούνκερ και άλλες ευρωπαϊκές πηγές, που αν η κυβέρνηση έμπαινε στον κόπο να αξιοποιήσει αποτελεσματικά, θα δημιουργούσε πολλές νέες θέσεις εργασίας, πολύ πιο υγιείς και σταθερές από αυτές που δημιουργούνται με τα προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης.
Προς τι, λοιπόν, αυτή η αναζήτηση νέου δανεισμού και η προσφυγή στην Παγκόσμια Τράπεζα; Ουδείς το έχει εξηγήσει από την πλευρά της κυβέρνησης. Αν το ζήτημα δεν είναι χρηματοδοτικό, αλλά κρίνουν ότι χρειάζονται τους τεχνοκράτες της Παγκόσμιας Τράπεζας για να σχεδιάσουν την πολιτική τους και να κάνουν τους θεσμούς και τις κρατικές υπηρεσίες να δουλέψουν, ας το δηλώσουν. Για να αποδεχθούμε και επίσημα ότι βρισκόμαστε στα επίπεδα χώρας του τρίτου κόσμου και θα πρέπει να υποβληθούμε σε ένα ακόμη πείραμα διοικητικής και θεσμικής ανασυγκρότησης υπό την επίβλεψη ξένων τεχνοκρατών.
Παλαιοκομματική λογική και κομματικά οφέλη
Είναι προφανώς πολύ δύσκολο να μπει κανείς στο μυαλό όσων σχεδιάζουν σήμερα την οικονομική πολιτική και να κατανοήσει τις αλλοπρόσαλλες επιλογές τους. Ίσως, όμως, όλα αυτά να μην έχουν την παραμικρή σημασία. Γιατί, απλούστατα, το φαραωνικό σχέδιο για τις 300.000 θέσεις εργασίας μπορεί να υπαγορεύεται από ψηφοθηρική λογική. Η κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει ότι αν υλοποιηθεί, θα της αποφέρει εκλογικά οφέλη.
Αν, πάλι, οι δανειστές μπλοκάρουν τα σχέδια για νέο δάνειο, επειδή προφανώς αλλάζουν τους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους, θα μπορεί να ισχυρισθεί ότι έδωσε μια μεγάλη μάχη για τους ανέργους και να διεκδικήσει τις ψήφους τους, δρέποντας παράλληλα δάφνες αριστεροσύνης.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι ακόμη και στο σοβαρότερο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, την αντιμετώπιση της ανεργίας, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπαγορεύονται σε μεγάλο βαθμό από παλαιοκομματικές λογικές, τις οποίες επισήμως αποκηρύσσει και «ξορκίζει».
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τράπεζας.