Οικονομία

Απαισιόδοξο το ΔΝΤ για την Ελλάδα: Μεγάλη ύφεση φέτος, «χλωμή» ανάκαμψη το 2021


Δεν πείθεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τις προβλέψεις της κυβέρνησης για δυναμική ανάκαμψη το 2021 και εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι μικρότερος ακόμη και από το πιο απαισιόδοξο σενάριο του προσχεδίου του προϋπολογισμού. Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ τονίζει, στην αναθεωρημένη έκθεση προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία (World Economic Outlook) ότι η οικονομική κρίση που προκαλείται από την πανδημία δεν θα τελειώσει σύντομα και θα αφήσει βαθιά σημάδια στην παγκόσμια οικονομία.

Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία, το ΑΕΠ φέτος θα κάνει «βουτιά» κατά 9,5%, αρκετά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη προβλεπόμενη κάμψη του ΑΕΠ στην ευρωζώνη (-8,3%). Η πρόβλεψη του Ταμείου είναι ελαφρώς βελτιωμένη από την αρχική, όταν προέβλεπε ύφεση 10%, αλλά παραμένει σε μεγάλη απόσταση από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης για μια ύφεση που δεν θα ξεπεράσει το 8%.

Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις, όμως, στις προβλέψεις σε σχέση με τις αντίστοιχες της κυβέρνησης εντοπίζονται στο 2021, καθώς το ΔΝΤ είναι πολύ πιο απαισιόδοξο από την κυβέρνηση στις εκτιμήσεις του για την επερχόμενη οικονομική ανάκαμψη. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση έχει ενσωματώσει πρόβλεψη για ανάπτυξη 7,5% το 2021, ή 4,5%, στη χειρότερη περίπτωση μη αξιοποίησης ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Όμως, το ΔΝΤ δεν συμμερίζεται αυτή την αισιοδοξία και προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μετά τη μεγάλη ύφεση του 2020 θα είναι μόλις 4,1%, κάτι που σημαίνει ότι στο τέλος του 2021 το ελληνικό ΑΕΠ θα βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη του 5% από το επίπεδο του 2019, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου.

Απαισιόδοξο το Ταμείο για τον τουρισμό 

Ακόμη χειρότερα, στον πίνακα της έκθεσης όπου αποτυπώνονται οι προβλέψεις για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των οικονομιών, το ΔΝΤ παραμένει πιστό στην πολύ χαμηλή εκτίμηση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, καθώς εκτιμά ότι το 2025 ο ρυθμός ανάπτυξης θα έχει «προσγειωθεί» και πάλι στο 1%. Υπενθυμίζεται ότι την εκτίμηση για τον πολύ χαμηλό μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης σε μόλις 1% είχε διατυπώσει το ΔΝΤ από το καλοκαίρι του 2015, τονίζοντας τότε ότι η πολύ ασθενής αναπτυξιακή δυναμική της χώρας αποτελούσε βασικό παράγοντα για τη μη βιωσιμότητα του χρέους.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στις οικονομίες που έχουν υψηλό βαθμό εξάρτησης από τον τουρισμό, για τις οποίες το Ταμείο είναι απαισιόδοξο. Όπως τονίζει η επικεφαλής οικονομολόγος, Γκίτα Γκόπινατ, «οι χώρες που βασίζονται περισσότερο σε υπηρεσίες έντασης επαφής (σ.σ.: όπως ο τουρισμός) και οι εξαγωγείς πετρελαίου αντιμετωπίζουν ασθενέστερες ανακτήσεις παραγωγής μετά την κρίση σε σύγκριση με τις οικονομίες που καθοδηγούνται από τη μεταποίηση».

Η πρόβλεψη για την παγκόσμια οικονομία 

Για την παγκόσμια οικονομία, η Γκίτα Γκόπινατ σημειώνει ότι επιστρέφει από τα βάθη της κατάρρευσής της κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Η απασχόληση ανέκαμψε εν μέρει, μετά την πτώση της κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της κρίσης. Σπεύδει να προσθέσει, όμως, ότι αυτή η κρίση απέχει πολύ από το να τελειώσει. Η απασχόληση παραμένει πολύ κάτω από τα προ-πανδημικά επίπεδα και η αγορά εργασίας έχει γίνει πιο πολωμένη με τους εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος, τη νεολαία, και τις γυναίκες να πλήττονται σκληρότερα. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, με σχεδόν 90 εκατομμύρια ανθρώπους να αναμένεται ότι θα πέσουν σε ακραία στέρηση αυτό το έτος. Η ανάβαση είναι πιθανό να είναι μακρά, άνιση, και εξαιρετικά αβέβαιη. Είναι σημαντικό να μην αποσυρθεί πρόωρα η στήριξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.

Στις τελευταίες προβλέψεις μας, αναφέρει η οικονομολόγος του Ταμείου, συνεχίζουμε να περιμένουμε μια βαθιά ύφεση το 2020. Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να είναι -4,4%, μια αναθεώρηση προς τα πάνω κατά 0,8% σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του Ιουνίου. Το 2021 η ανάπτυξη προβλέπεται να ανακάμψει στο 5,2%, -0,2 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την πρόβλεψή μας του Ιουνίου.

Αυτή η κρίση πιθανότατα θα αφήσει βαθιά σημάδια μεσοπρόθεσμα, τονίζει, καθώς οι αγορές εργασίας χρειάζονται χρόνο για να επουλωθούν, οι επενδύσεις συγκρατούνται από την αβεβαιότητα και τα προβλήματα των ισολογισμών στον ιδιωτικό τομέα, ενώ η απώλεια της σχολικής εκπαίδευσης μειώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο. Μετά την ανάκαμψη το 2021, η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί σταδιακά σε περίπου 3,5% μεσοπρόθεσμα.

Η σωρευτική απώλεια της παραγωγής σε σχέση με την προβλεπόμενη πορεία πριν από την πανδημία προβλέπεται να αυξηθεί από 11 τρισεκατομμύρια για την περίοδο 2020-21 σε 28 τρισεκατομμύρια για την περίοδο 2020-25. Αυτό αποτελεί σοβαρή οπισθοδρόμηση στη βελτίωση του μέσου βιοτικού επιπέδου σε όλες τις ομάδες χωρών.

Το Ταμείο τονίζει ότι η σημαντική παγκόσμια δημοσιονομική στήριξη, κοντά στα 12 τρισ. δολ. και οι εκτεταμένες μειώσεις επιτοκίων, οι ενέσεις ρευστότητας και οι αγορές περιουσιακών στοιχείων από τις κεντρικές τράπεζες βοήθησαν να σωθούν ζωές και μέσα βιοπορισμού και να αποτραπεί μια οικονομική καταστροφή. Υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν, όπως επισημαίνει, για να διασφαλιστεί η διαρκής ανάκαμψη:

  1. Πρώτον, απαιτείται μεγαλύτερη διεθνής συνεργασία για τον τερματισμό αυτής της κρίσης στον τομέα της υγείας. Εάν οι ιατρικές λύσεις μπορούν να διατεθούν ταχύτερα και ευρύτερα σε σχέση με τη βασική μας πρόβλεψη, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωρευτική αύξηση του παγκόσμιου εισοδήματος σχεδόν 9 τρισ. δολ. μέχρι το τέλος του 2025, αυξάνοντας τα εισοδήματα σε όλες τις χώρες και μειώνοντας την απόκλιση εισοδήματος.
  2. Δεύτερον, στο μέτρο του δυνατού, οι πολιτικές πρέπει να επικεντρωθούν επιθετικά στον περιορισμό της επίμονης οικονομικής ζημίας από αυτήν την κρίση. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν εισοδηματική στήριξη μέσω καλά στοχοθετημένων παροχών ρευστότητας, μισθολογικών επιδοτήσεων και ασφάλισης ανεργίας. Για να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις μεγάλης κλίμακας και να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να επιστρέψουν σε παραγωγικές θέσεις εργασίας, οι ευάλωτες αλλά βιώσιμες επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνουν στήριξη -όπου είναι δυνατόν-μέσω φορολογικών αναβολών, αναστολών εξυπηρέτησης του χρέους και επιδοτήσεων.