Πολιτική

Αντίσταση στο ΔΝΤ μέχρι να φύγει από το πρόγραμμα!


 

Οριστικό «όχι» στις προτάσεις του Π. Τόμσεν για πλήρη ανατροπή του ελληνικού προγράμματος λέει η ελληνική κυβέρνηση και εμφανίζεται αποφασισμένη να ρισκάρει μια καθυστέρηση αρκετών μηνών στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, μέχρι να ξεκαθαρίσει, όπως ελπίζει η ελληνική πλευρά, ότι το ΔΝΤ θα περιορισθεί σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, ή θα περάσει σε μια ακόμη «χαλαρότερη» σχέση, βάσει των προβλέψεων του καταστατικού του για την επιτήρηση χωρών μετά τη λήξη των προγραμμάτων τους (Post Program Monitoring).

Πεποίθηση του Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι ότι αν γίνει δεκτό έστω να τεθούν ως θέμα συζήτησης με τους δανειστές οι προτάσεις Τόμσεν, η ελληνική πλευρά θα μπει σε έναν επικίνδυνα ολισθηρό δρόμο, ο οποίος δεν μπορεί να καταλήξει σε έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό, αλλά σε ολική ανατροπή όσων συμφωνήθηκαν το καλοκαίρι του 2015 με τους Ευρωπαίους δανειστές με δυσβάστακτο κόστος για την οικονομία και την ίδια την κυβέρνηση.

Αμφισβητούν το πρόγραμμα

Αυτό που έχει πλέον αντιληπτό είναι ότι οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ αμφισβητούν συνολικά την αρχιτεκτονική του προγράμματος που εφαρμόζεται και όχι μόνο τη μεσοπρόθεσμη επίτευξη των υπερβολικά φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων:

-          Όλη η συζήτηση από την πλευρά του Π. Τόμσεν, όπως φάνηκε σε τεχνικό σημείωμα που έδωσε πριν από  λίγες ημέρες στη δημοσιότητα επικεντρώνεται στο πώς η Ελλάδα θα φθάσει από ένα προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2017 σε πλεόνασμα 3,5% το 2018.

-          Η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει την υποχρέωση με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα να κάνει αυτό το δημοσιονομικό «άλμα» των 3,6 δισ. ευρώ με περικοπές δημοσίων δαπανών, οι οποίες θα προσδιορισθούν επακριβώς ύστερα από συνολικό έλεγχο των δαπανών από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτος.

-          Ο επικεφαλής Ευρώπης του ΔΝΤ, όμως, υπογραμμίζει ότι είναι ανεπίτρεπτο να κοπούν άλλο οι λειτουργικές και επενδυτικές δαπάνες του κράτους, γιατί ήδη αυτές οι περικοπές έχουν φέρει βασικές δημόσιες υπηρεσίες, από τις μεταφορές ως την υγεία, στα όρια της υπολειτουργίας.

-          Αντίθετα, θεωρεί ότι υπάρχει «λίπος» στις συνταξιοδοτικές παροχές και υπερβολικό υψηλό αφορολόγητο όριο, που αδυνατίζει τη βάση της φορολογίας εισοδήματος, και πιέζει όλες οι εξοικονομήσεις να γίνουν από αυτές τις δύο πλευρές, κάτι που σημαίνει ουσιαστικά ότι ζητεί να γραφτεί από την αρχή το ευρωπαϊκό πρόγραμμα και μάλιστα με τρόπο πολιτικά καταστροφικό για την κυβέρνηση, που έχει διαβεβαιώσει κατ’ επανάληψη ότι δεν θα υπάρξουν άλλες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις.

Σύμμαχος η Κομισιόν

Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι η απόλυτη άρνηση να συζητηθούν αυτές οι απαιτήσεις του Ταμείου δεν θα οδηγήσει τη χώρα αυτή την φορά, όπως συνέβη το 2015, σε μια τυφλή σύγκρουση με τους δανειστές, καθώς το Ταμείο είναι απομονωμένο και έχει έναν μόνο -αλλά ισχυρό...- σύμμαχο: τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Η ελληνική πλευρά διατηρεί άριστη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κύριο παράγοντα στην εποπτεία του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και, όπως είναι κοινά αποδεκτό σε Αθήνα και Βρυξέλλες, οι διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμφωνίας έχουν ολοκληρωθεί σε ποσοστό άνω του 90%.

Και θα μπορούσαν να τελειώσουν σε λίγες ώρες, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, με μια συμφωνία για παράταση της ισχύος του δημοσιονομικού «κόφτη» για τα δύο πρώτα χρόνια μετά το τέλος του προγράμματος (2019-2020, τα οποία εντάσσονται στο νέο μεσοπρόθεσμο που πρέπει να καταθέσει η ελληνική πλευρά, ως προαπαιτούμενο για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να «οχυρώνεται» πολιτικά πίσω από τη διαπιστωμένη από την Κομισιόν πλήρη συμμόρφωση με τους όρους του ευρωπαϊκού προγράμματος, την οποία αποδέχονται και οι περισσότεροι υπουργοί στο Eurogroup, ώστε να συνεχίσει να αποκρούει τις πιέσεις Σόιμπλε-Τόμσεν για περισσότερα μέτρα, χωρίς να κινδυνεύει να φορτωθεί την πολιτική ευθύνη για τις καθυστερήσεις στην αξιολόγηση.

Ο Τραμπ θα «τραβήξει την πρίζα»;

Παρότι οι τριβές προοιωνίζονται νέα πολύμηνη αβεβαιότητα, καθώς τώρα η ολοκλήρωση της αξιολόγησης φαίνεται να μετατίθεται, στην καλύτερη περίπτωση τον Απρίλιο και στη χειρότερη τον Ιούνιο, η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι τελικά η περιπέτεια θα τελειώσει με την οριστική έξοδο του ΔΝΤ από το πρόγραμμα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παροχή χρηματοδότησης στην Ελλάδα.

Το ίδιο το Ταμείο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει δρομολογήσει την αρνητική απάντηση στην εμπλοκή του σε ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα, καθώς η έκθεση που έχει συντάξει ο Π. Τόμσεν, στο πλαίσιο της διαβούλευσης του άρθρου 4, η οποία συνεχώς βρίσκεται... καθ’ οδόν προς το Εκτελεστικό Συμβούλιο, κρίνει ότι είναι αναξιόπιστο το ελληνικό πρόγραμμα χωρίς τα μέτρα που προτείνει το Ταμείο και την υιοθέτηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.

Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, η σχετική ανάλυση που επισυνάπτεται στην έκθεση του άρθρου 4 είναι «καταδικαστική», ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που -εκτός απροόπτου...- θα ενεργοποιήσει στις 12 Ιανουαρίου το Euro Working Group.

Με αυτά τα δεδομένα, για να εγκριθεί νέο πρόγραμμα του Ταμείου πρέπει να υπάρξει πλήρης ανατροπή σκηνικού και να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά πρόσθετα μέτρα λιτότητας και η γερμανική την έγκριση των μέτρων για το χρέος μεσούσης της προεκλογικής περιόδου.

Τέτοιες ανατροπές είναι εντελώς απίθανες, ενώ το πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα δεν αφήνει στον Ντ. Τραμπ, ακόμη και αν το ήθελε, περιθώρια να επιμείνει στη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και στην Αθήνα, πιθανόν ύστερα και από όσα συζητήθηκαν πριν αρκετές εβδομάδες μεταξύ του πρωθυπουργού και του νέου προέδρου, εκφράζεται βεβαιότητα ότι η Ουάσιγκτον θα «τραβήξει την πρίζα».

Δύο σενάρια για την παρουσία του ΔΝΤ

Πάντως, το Ταμείο δεν θα αποχωρήσει εντελώς, αλλά θα πρέπει να συζητηθεί και με τους Ευρωπαίους δανειστές ο νέος ρόλος του. Θα μπορούσε να παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος των ευρωπαϊκών Θεσμών και του Eurogroup, αν και είναι πολιτικά προβληματικό το πώς θα συνεχίσει να διαβουλεύεται για ένα πρόγραμμα που το ίδιο έχει κρίνει ως αναξιόπιστο.

Σε κάθε περίπτωση, το Ταμείο δεν μπορεί εκ του καταστατικού του να αποχωρήσει από μια χώρα, εάν δεν έχει προηγουμένως μειωθεί το χρέος της προς το ΔΝΤ κάτω από το επίπεδο της ποσόστωσής της στο κεφάλαιό του. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει κάτω από 1 δισ. ευρώ το χρέος της στο Ταμείο, πριν αυτό αποχωρήσει πλήρως. Μέχρι τότε, το καταστατικό προβλέπει ότι τίθεται σε εφαρμογή πρόγραμμα παρακολούθησης, με εξαμηνιαίους ελέγχους.