Για περισσότερο από μια δεκαετία η ΕΕ έμοιαζε με κλειστό κλαμπ, με πολλές χώρες να περιμένουν υπομονετικά στην ουρά την ένταξή τους. Υπό την πίεση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία άλλαξαν ωστόσο πολλά. Τον Δεκέμβριο η ΕΕ αποφάσισε να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και χορήγησε καθεστώς υποψήφιας χώρας στη Γεωργία.
«Για προφανείς λόγους η ΕΕ βλέπει πλέον τη διεύρυνση ως εργαλείο για περισσότερη ασφάλεια. Ο προϋπολογισμός παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι των διαπραγματεύσεων, αλλά ενδέχεται να μην είναι οπωσδήποτε ο αποφασιστικός παράγοντας», δηλώνει στη DW η Θου Νγκουγιέν, αναπληρώτρια διευθύντρια της ανεξάρτητης δεξαμενής σκέψης του Κέντρου Ζακ Ντελόρ με έδρα το Βερολίνο.
Το έμπρακτο ενδιαφέρον των Βρυξελλών για διεύρυνση προς τα ανατολικά συνοδεύεται από τις ανησυχίες χωρών-μελών, αλλά και ευρωπαίων πολιτών για πιθανές οικονομικές απώλειες. Η ΕΕ δαπανά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της για την περιφερειακή ανάπτυξη και τη γεωργία. Λιγότερο εύπορα κράτη-μέλη λαμβάνουν περισσότερα χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία σε σχέση με εκείνα που καταβάλλουν. Οι οκτώ χώρες που προσδοκούν σήμερα μια ένταξη είναι όλες φτωχότερες από τα υπάρχοντα 27 κράτη-μέλη.
Η ένταξη της Ουκρανίας θα γονάτιζε οικονομικά την ΕΕ
Για την Γιάσνα Πέγιοβιτς από το Μαυροβούνιο η ένταξη στην ΕΕ θα έδινε στη χώρα της «μεγαλύτερη νομιμότητα». Το Μαυροβούνιο είναι η χώρα που βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στους επικρατέστερους υποψηφίους για την ένταξη στην ΕΕ με το 80% του πληθυσμού τάσσεται υπέρ της προσχώρησης στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Με πληθυσμό μόλις 630.000 κατοίκων, το Μαυροβούνιο θεωρείται μικρή χώρα, όπως πολλές άλλες στα Δυτικά Βαλκάνια και είναι βέβαιο ότι δεν θα επιβάρυνε ιδιαίτερα τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στη ΕΕ θα διασφάλιζε σημαντικές οικονομικές προοπτικές σε εκατομμύρια ανθρώπους, με ένα διαχειρίσιμο κόστος για την ΕΕ. Οι περισσότερες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι όμως υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ πάνω από δέκα χρόνια. Η Βόρεια Μακεδονία μάλιστα εδώ και δύο δεκαετίες.
Πρόσφατα μια νέα προς υποψήφια προς ένταξη χώρα εμφανίστηκε στον ορίζοντα: Η Ουκρανία. Σκληρά δοκιμαζόμενη από τη ρωσική εισβολή, η χώρα έλαβε καθεστώς υποψήφιας χώρας τον Ιούνιο του 2022. Η πολυπληθέστερη (38 εκατομμύρια κάτοικοι) και φτωχότερη από όλες τις υποψήφιες χώρες αλλάζει ωστόσο τα δεδομένα, λέει η Νάταλι Τότσι, σύμβουλος δύο πρώην επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, «λόγω του μεγέθους της, του γεωργικού της τομέα, του πλούτου της και, πάνω απ' όλα, επειδή είναι μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, για την ανοικοδόμηση της οποίας απαιτούνται τουλάχιστον 500 δισεκατομμύρια ευρώ».
256 δις θα στοίχιζε η ένταξη όλων των υποψηφίων χωρών
Για ορισμένα κράτη-μέλη, αυτό θα σήμαινε έναν ανεπιθύμητο ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά. Η Πολωνία, για παράδειγμα, είναι σήμερα ένας από τους πιο ανταγωνιστικούς παραγωγούς τροφίμων στην ΕΕ, 20 χρόνια μετά την ένταξή της το 2004. Αν η Ουκρανία εντάσσονταν στην ΕΕ, η πρωτοκαθεδρία της Πολωνίας θα απειλούνταν, επειδή οι βιομηχανικά οργανωμένες γεωργικές μονάδες της Ουκρανίας επισκιάζουν τις ευρωπαϊκές.
Σύμφωνα με εσωτερική έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η ένταξη όλων των υποψηφίων-χωρών θα κόστιζε στην ΕΕ 256 δισεκατομμύρια ευρώ,ενώ μόνο η Ουκρανία θα λάμβανε από τα ευρωπαϊκά ταμεία 186 δισεκατομμύρια ευρώ σε επτά χρόνια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες ανασυγκρότησης της χώρας. Η επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης του Κέντρου Ζακ Ντελόρ Θου Νγκουγιέν εκτιμά ωστόσο ότι «ο οικονομικός αντίκτυπος δεν θα ήταν τόσο υψηλός όσο υποδηλώνουν κάποια στοιχεία».
Η ειδικός ωστόσο δεν είναι σε θέση να πει με ακρίβεια από που θα προέλθουν τα επιπλέον χρήματα για την χρηματοδότηση της διεύρυνσης: «Είναι πιθανό να προέλθουν από τα σημερινά κράτη μέλη. Είναι επίσης πιθανό η ΕΕ να συγκεντρώσει τα δικά της χρήματα μέσω νέων πόρων. Για παράδειγμα, διεξάγονται αυτή η περίοδο συζητήσεις σχετικά με έναν φόρο επί των πλαστικών ή ένα μηχανισμό προσαρμογής άνθρακα».
Ορισμένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ προωθούν τη διαδικασία ένταξης με πρωτοφανή ταχύτητα. Το αν θα πετύχουν ή όχι το σκοπό τους θα εξαρτηθεί από τη μελλοντική σύνθεση του νέου ευρωκοινοβουλίου που θα εκλεγεί τον Ιούνιο.
πηγή DW