Ο Όλαφ Σολτς συναντήθηκε σήμερα στο Πεκίνο με τον Σι Τζινπίνγκ, στο πλαίσιο της πολύ αμφιλεγόμενης πρώτης επίσκεψης του αφότου ανέλαβε καγκελάριος στην Κίνα, με φόντο την αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στη Δύση και την κινεζική κυβέρνηση.
Ο Κινέζος πρόεδρος διαβεβαίωσε πως η επίσκεψη του κ. Σολτς «ενισχύει την πρακτική συνεργασία» της Κίνας με τη Γερμανία, μετέδωσε το κινεζικό κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV. Εξέφρασε την ελπίδα πως το Βερολίνο και το Πεκίνο θα παραμερίσουν τις διαφορές τους, ότι οι δύο πλευρές θα αντιμετωπίσουν η μια την άλλη με αμοιβαίο σεβασμό και θα αναζητήσουν πεδία συνεργασίας καθώς η διεθνής κατάσταση είναι «περίπλοκη και μεταβαλλόμενη», ο κόσμος ζει περίοδο «αλλαγών και χάους».
Από την πλευρά του, ο κ. Σολτς σημείωσε πως σκοπός του είναι να «αναπτυχθεί περαιτέρω» η οικονομική συνεργασία της Γερμανίας με την Κίνα, παρά τις «διαφορές απόψεων» των κυβερνήσεων των δύο χωρών.
«Θα θέλαμε επίσης να συζητήσουμε τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε τη συνεργασία μας (...) σε άλλα ζητήματα: την κλιματική αλλαγή, τη διατροφική ασφάλεια και τις χρεωμένες χώρες», τόνισε ο κ. Σολτς στον κινέζο ηγέτη, είπε πηγή προσκείμενη στη γερμανική κυβέρνηση στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Συναντιόμαστε σε περίοδο μεγάλης έντασης», είπε προσθέτοντας «θέλω να υπογραμμίσω ιδιαίτερα τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, ο οποίος εγείρει πολλά προβλήματα για τη βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη».
Αν και η Κίνα δεν έχει ταχθεί ποτέ υπέρ της ρωσικής εισβολής, βάθυνε τις σχέσεις της με τη Ρωσία παρά το ξέσπασμα του πολέμου φέτος.
Ο καγκελάριος Σολτς είναι ο πρώτος ηγέτης κράτους μέλους της ΕΕ και της G7 που επισκέπτεται στην Κίνα αφότου εκδηλώθηκε η πανδημία του νέου κορονοϊού. Έγινε δεκτός το πρωί στο Παλάτι του Λαού από τον πρόεδρο Σι κι ήταν προγραμματισμένο αμέσως μετά να έχει συνομιλίες με τον κινέζο πρωθυπουργό, τον Λι Κετσιάνγκ.
Η εξαιρετικά άκαμπτη πολιτική «μηδέν κρουσμάτων» του νέου κορονοϊού οδήγησε τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο να κλείσει τα σύνορά της για σχεδόν τρία χρόνια.
Η ενδεκάωρη επίσκεψη του κ. Σολτς στην Κίνα, η πρώτη αφότου ο κ. Σι εξασφάλισε τρίτη θητεία στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και άρα της χώρας τον Οκτώβριο, δέχθηκε επικρίσεις όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και από το Παρίσι, από τις Βρυξέλλες και από την Ουάσιγκτον.
Στην επανέναρξη των επισκέψεων στην Κίνα που είχε καθιερώσει η προκάτοχός του, η χριστιανοδημοκράτισσα Άγγελα Μέρκελ (η οποία ταξίδεψε στη χώρα αυτή 12 φορές τα 16 χρόνια που έμεινε στο αξίωμα), ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς συνοδευόταν από μεγάλη αντιπροσωπεία ηγετών γερμανικών βιομηχανιών (Volkswagen, BASF...).
Προειδοποιήσεις
Η εξάρτηση της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ από την αυταρχική χώρα, στην οποία γερμανικές βιομηχανίες εξασφαλίζουν μεγάλο μέρος των τζίρων τους και των κερδών τους, επικρίνεται ολοένα πιο έντονα. «Με το ταξίδι του στην Κίνα, ο καγκελάριος ασκεί εξωτερική πολιτική που οδηγεί στην απώλεια της εμπιστοσύνης στη Γερμανία των στενότερων εταίρων της», στηλίτευσε ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν, κοινοβουλευτικός της αντιπολίτευσης, κάνοντας λόγο για «μοναχική πορεία».
Ακόμη και στις τάξεις του κυβερνητικού συνασπισμού, υπήρξαν προειδοποιήσεις: η υπουργός Εξωτερικών, η πολιτικός των Πρασίνων Ανναλένα Μπέρμποκ, κάλεσε η Γερμανία να «μην εξαρτάται πλέον από μια χώρα που δεν μοιράζεται τις αξίες μας», που ενέχει τον κίνδυνο να γίνει «πολιτικά ευάλωτη σε εκβιασμό».
Λίγα 24ωρα πριν από το ταξίδι, ο καγκελάριος Σολτς ενέκρινε την παραχώρηση μεριδίου του λιμανιού του Αμβούργου (βόρεια) σε κινεζική εταιρεία. Έγινε παράλληλα γνωστό πως η Ουάσιγκτον πίεζε το Βερολίνο να περιορίσει το μερίδιο που θα εκχωρείτο στην COSCO, να μην της επιτραπεί να αποκτήσει τον έλεγχο.
Αποπειρώμενος να ηρεμήσει τα πνεύματα, ο κ. Σολτς υποσχέθηκε ότι δεν θα υπάρξει κανένα «αδιέξοδο» στην επίσκεψή του αυτή. Σε άρθρο του στον Τύπο πριν από το ταξίδι του, ο καγκελάριος διαβεβαίωσε πάντως πως έχει συναίσθηση ότι «η Κίνα σήμερα δεν είναι ίδια με αυτή που ήταν πριν από δέκα χρόνια», αναφερόμενος ιδίως στο πρόσφατο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, που σήμανε την εδραίωση της απόλυτης εξουσίας του Σι Τζινπίνγκ. Εφ’ όσον «η Κίνα αλλάζει, οι σχέσεις μας με την Κίνα θα πρέπει επίσης να αλλάξουν», πρόσθεσε ο επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης.