Παλαιότερες ιδέες, που δεν είχαν υλοποιηθεί, βγαίνουν από τα συρτάρια του Eurogroup, προκειμένου να επέλθει συμβιβασμός για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς να χρειασθεί να «γονατίσει» η ελληνική κυβέρνηση από τα πρόσθετα μέτρα που αξιώνει το Ταμείο.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, προτείνεται στο ΔΝΤ να κλείσει ένα νέο πρόγραμμα με την Ελλάδα, με συμβολικού χαρακτήρα χρηματοδότηση από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η οποία θα ανέλθει σε 6 δισ. ευρώ και ουσιαστικά θα ισοδυναμεί με μια τριετή επιμήκυνση των δανείων που έχει ήδη χορηγήσει το Ταμείο στην Ελλάδα και τα οποία λήγουν από το 2017 και μετά.
Για να προστατευθεί το Ταμείο από ένα διεθνών διαστάσεων φιάσκο, ανάλογο με αυτό που συνέβη το καλοκαίρι του 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση έγινε η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα στην ιστορία, που δεν πλήρωσε στην ώρα τους τις υποχρεώσεις προς το ΔΝΤ, οι Ευρωπαίοι προτείνουν να δημιουργηθεί ένας ειδικός μηχανισμός εγγυήσεων.
Τεχνικά, θα μπορούσε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας να προσφέρει αυτές τις εγγυήσεις, όμως πολιτικά θα ήταν αδιανόητο να παρουσιασθεί στους φορολογούμενους των χωρών της ευρωζώνης ότι ο ΕΜΣ αναλαμβάνει να καλύπτει «φέσια» της Ελλάδας προς ένα διεθνή οργανισμό.
Για να ξεπερασθεί αυτό το πολιτικό πρόβλημα, συζητείται στο παρασκήνιο να δεσμευθούν όλα τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα και, αντί να επιστραφούν στην Ελλάδα, όπως προβλεπόταν από το δεύτερο μνημόνιο, να σχηματισθεί ένα εγγυητικό κεφάλαιο, που θα παραμείνει «στην άκρη» μέχρι να εξοφλήσει η Ελλάδα στο ΔΝΤ τα δάνειά του.
Η πρόταση μοιάζει δελεαστική για το Ταμείο: δεν θα χρειασθεί να συνεχίσει να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση και το Eurogroup, απαιτώντας πρόσθετα μέτρα προσαρμογής από την Αθήνα, ή ελάφρυνσης του χρέους από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και θα εξασφαλίσει ότι θα αποφύγει μια νέα, ταπεινωτική περιπέτεια με απλήρωτα δάνεια από ένα κράτος-μέλος, προερχόμενο μάλιστα από την πλούσια ευρωπαϊκή οικογένεια.
Όμως, σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιόπιστων αναλυτών, η διοίκηση του Ταμείου είναι απίθανο να δεχθεί αυτή τη συμβιβαστική πρόταση, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως «ανήθικη», για ένα οργανισμό με το διεθνές κύρος του ΔΝΤ.
Ουσιαστικά, το Ταμείο, εάν αποδεχόταν τέτοια πρόταση, θα έπρεπε να δεχθεί να συμμετέχει στην εφαρμογή ενός οικονομικού προγράμματος που το ίδιο κρίνει ως αναξιόπιστο και επισφαλές. Και να δεχθεί την αυτοακύρωσή του, δηλαδή να θέτει απλώς τη σφραγίδα του σε ένα πρόγραμμα, χωρίς να συζητούνται οι δικές του προτάσεις για μέτρα.
Η συμμετοχή του Ταμείου σε ένα τέτοιο πρόγραμμα-παρωδία, θα σήμαινε ουσιαστικά ότι η ευρωζώνη θα σφετεριζόταν την αξιοπιστία του ΔΝΤ στις διεθνείς αγορές, για να εφαρμόσει ένα σχέδιο με μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας, για την οποία θα δεχόταν σφοδρές επικρίσεις το Ταμείο, ιδιαίτερα από τα μέλη του που προέρχονται από ισχυρές αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία), οι οποίες επικρίνουν Ευρωπαίους και Αμερικανούς για τα πεπραγμένα τους στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης και διεκδικούν ισχυρότερο ρόλο στις αποφάσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, όλα δείχνουν ότι η αντιπαράθεση Ευρώπης-Ταμείου για την Ελλάδα δεν θα λήξει με εύκολα τεχνάσματα και το ΔΝΤ, όσο θα προσκρούει στην άρνηση των Ευρωπαίων για μεγαλύτερη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θα συνεχίσει να πιέζει την Αθήνα για πολύ σκληρότερα μέτρα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής.