Έντονος προβληματισμός για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, κυρίως στο δημοσιονομικό πεδίο, επικρατεί στις Βρυξέλλες το τελευταίο διάστημα, καθώς η πολιτική της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται ως έντονα επεκτατική και αρχίζει να αμφισβητείται η βιωσιμότητα του χρέους. Οι Βρυξέλλες αναζητούν ένα νέο τρόπο, μια νέα μορφή «μνημονιακής» επιτήρησης, ώστε να παραμείνει υπό έλεγχο η ελληνική οικονομία και να μην αναδειχθεί πάλι σε «αδύναμο κρίκο» της ευρωζώνης.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα περνά με σχετική ευκολία τις αξιολογήσεις από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, ενώ η προσωρινή απενεργοποίηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας περιορίζει την πίεση για τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών βλέπουν ότι στη διάρκεια της πανδημίας η κυβέρνηση ανέπτυξε σε υπερβολικό βαθμό τη διάθεση παρέμβασης στην οικονομία για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, γεγονός που δημιουργεί μια δυναμική ανησυχητικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, ιδιαίτερα για τα δεδομένα της πλέον υπερχρεωμένης οικονομίας της ευρωζώνης.
Όπως επισημαίνουν πηγές που γνωρίζουν τον προβληματισμό των Βρυξελλών, ένα στοιχείο που έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία είναι ότι η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έχει με διαφορά το μεγαλύτερο χρέος στην ευρωζώνη, έχει, επίσης με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, και τη μεγαλύτερη αύξηση χρέους στην περίοδο της πανδημίας. Όπως φαίνεται στο γράφημα της Eurostat, το ελληνικό χρέος αυξήθηκε περισσότερο από 15% κατά το 12μηνο Ιουνίου 2020 - Ιουνίου 2021 και αυτή η αύξηση ήταν η μεγαλύτερη στην ευρωζώνη, ξεπερνώντας άλλες χώρες - «συνήθεις υπόπτους» για υπέρογκη αύξηση χρέους, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία.
Ρεκόρ αύξησης χρέους από την Ελλάδα
Ο φόβος που εκφράζεται στις Βρυξέλλες είναι ότι η τυπική λήξη των μνημονίων, το 2018, η πλούσια ρευστότητα που διαθέτει το Δημόσιο από τα αποθεματικά που αναπληρώνονται συνεχώς με φθηνό δανεισμό και η αφορμή που έδωσε η πανδημία για παρέμβαση του κράτους για τη στήριξη της οικονομίας επαναφέρουν στην Ελλάδα τις κακές δημοσιονομικές συνήθειες του παρελθόντος, που οδηγούν σε μια δημοσιονομική χαλάρωση εκτός των ορίων που τίθενται από την αναγκαιότητα να παραμείνει βιώσιμο το χρέος, ώστε να χρειασθεί μια ακόμη «τραυματική» διαπραγμάτευση για ελάφρυνση από τους Ευρωπαίους.
Μάλιστα, σε αυτές τις ανησυχίες προστίθενται δύο ακόμη παράμετροι:
- Η Ελλάδα μπαίνει από το 2022 σε εκλογικό κύκλο, όπου κατά παράδοση η δημοσιονομική πολιτική χαλαρώνει. Ακόμη χειρότερα, είναι πολύ πιθανό το σενάριο της διπλής εκλογικής αναμέτρησης, εάν δεν σχηματισθεί κυβέρνηση στις εκλογές με την απλή αναλογική.
- Η έξαρση του πληθωρισμού, που έχει ξεπεράσει τις αρχικές προβλέψεις σε ένταση και διάρκεια, οδηγεί σε άνοδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων -ήδη η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς έχει αυξηθεί σχεδόν 2,5 φορές πάνω από το χαμηλό του περασμένου Αυγούστου και υπερβαίνει το 1,3%. Με αυτά τα δεδομένα, αυξάνεται ο κίνδυνος να αρχίσει να ακριβαίνει από το 2022 ο δανεισμός του Δημοσίου περισσότερο από το αναμενόμενο και να χάνεται το πλεονέκτημα των πολύ χαμηλών επιτοκίων, που κρατούσαν ως τώρα το χρέος στην περιοχή του «βιώσιμου», παρά τη μεγάλη αύξησή του στη διάρκεια της πανδημίας.
Πώς μπορούν, όμως, οι Βρυξέλλες να θέσουν υπό αυστηρότερο έλεγχο την ελληνική δημοσιονομική πολιτική, την ώρα που η Ευρώπη κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς τη χαλάρωση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ και η Αθήνα κινείται προς την έξοδο από το πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης («ενισχυμένη εποπτεία») ήδη από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022, συζητώντας αυτό το αίτημα με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς;
Οι σχεδιασμοί που γίνονται στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο, όπου εδρεύει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), έχουν ως παρονομαστή τη διατήρηση για την Ελλάδα και άλλες «απείθαρχες» χώρες ενός αυστηρού πλαισίου παρά τη χαλάρωση των κανόνων του Συμφώνου. Η σημαντικότερη πρόταση προς την κατεύθυνση αυτή, με την οποία συμπλέει και η Κομισιόν, έγινε από τον ESM: προτείνεται να υπάρχει ειδικό καθεστώς επιτήρησης των χωρών με υπερβολικό χρέος, πάνω δηλαδή από το νέο όριο που θα τεθεί πιθανότατα στο 100% του ΑΕΠ. Για αυτές τις χώρες, η Κομισιόν θα προτείνει ένα δημοσιονομικό στόχο (πρωτογενές πλεόνασμα) ο οποίος θα είναι συμβατός με το πλαίσιο για τη μείωση του χρέους και θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του. Η οικονομική πολιτική που θα ακολουθείται θα προσαρμόζεται σε αυτόν τον στόχο, περίπου όπως συνέβαινε με τα μνημόνια.
Υπάρχει, όμως, και μία ακόμη ασφαλιστική δικλίδα που θεωρούν στις Βρυξέλλες ότι μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην περίπτωση της Ελλάδας. Με το Ταμείο Ανάκαμψης καθιερώθηκε ένας ειδικός μηχανισμός επιτήρησης, όπου θα παρακολουθείται και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί με την Κομισιόν. Αν διαπιστώνονται αποκλίσεις, η Κομισιόν θα μπορεί να κλείνει προσωρινά τη στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων, με τον ίδιο τρόπο που σταματούσαν οι μνημονιακές χρηματοδοτήσεις όταν η Ελλάδα δεν περνούσε επιτυχώς κάποια αξιολόγηση. Τουλάχιστον μέχρι και το 2026 αυτός ο μηχανισμός θα λειτουργεί και δίνει στις Βρυξέλλες μια επιπλέον διασφάλιση ότι δεν θα τεθεί εκτός ελέγχου η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα.