Η αποτροπή ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων είναι τώρα το επόμενο στοίχημα για τις τράπεζες, που συνεχίζουν παράλληλα την προσπάθεια δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, με τιτλοποιήσεις, πωλήσεις και διαγραφές απαιτήσεων.
Ο μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από τα δάνεια για τα οποία επεβλήθη αναστολή πληρωμής δόσεων, στο πλαίσιο των μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων και την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Εκτιμάται ότι πολλά δάνεια αυτής της κατηγορίας μπορεί να κοκκινίσουν μετά τη λήξη της “περιόδου χάριτος”, διογκώνοντας τα προβληματικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Με δική τους πρωτοβουλία οι τράπεζες προσπάθησαν να διευκολύνουν κατά το δυνατόν τους “επίφοβους” δανειολήπτες – εκείνους που υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μη μπορέσουν να ανταποκριθούν αυτή την περίοδο στις δανειακές υποχρεώσεις τους.
Αντί των δύο μηνών πρόσφεραν αναστολή πληρωμής δόσεων κεφαλαίου ακόμη και για 9 μήνες, μέχρι τη λήξη του τρέχοντος έτους. Αυτό το μεγάλο χρονικό περιθώριο αφορά βέβαια μικρό ποσοστό των δανειοληπτών – επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Στους περισσότερους έχει δοθεί αναστολή 3-4 μηνών.
Συγκάλυψη του προβλήματος
Σε καθεστώς αναστολής καταβολής δόσεων κεφαλαίου εντάχθηκαν δάνεια συνολικού ανεξόφλητου υπολοίπου 16,3 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τις παρουσιάσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Alpha, Eurobank, Εθνικής και Πειραιώς). Πρόκειται για δάνεια τα οποία πριν από την εκδήλωση της πανδημίας ήταν ενήμερα, ή ρυθμισμένα εξυπηρετούμενα, ή ρυθμισμένα σε "πρώιμη καθυστέρηση" (έως 90 ημερών). Οι οφειλέτες τους επλήγησαν από τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας.
Το πρόβλημα που συγκαλύφθηκε, θα εμφανισθεί μετά τη λήξη του χρόνου αναστολής, όταν οι δανειολήπτες πρέπει να αρχίσουν πάλι να πληρώνουν δόσεις.
Οι τράπεζες φοβούνται ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών (με στεγαστικά κυρίως δάνεια) και ΜμΕ και μικρών επιχειρήσεων θα αδυνατεί να πληρώσει. Δεν θέλουν όμως επ' ουδενί να κοκκινίσουν αυτά τα δάνεια και να προστεθούν στο “βουνό” των παλιών μη εξυπηρετούμενων, τα οποία αγωνίζονται να περιορίσουν.
Παράπλευρες ωφέλειες
Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί στη ρίζα του, καθώς η αδυναμία των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους συναρτάται με τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας. Οι τράπεζες είναι λοιπόν αναγκασμένες να στραφούν σε εμβαλωματικές λύσεις, προσπαθώντας να περιορίσουν την έκταση του φαινομένου, ή να “κρύψουν” τα νέα κόκκινα δάνεια πίσω από συμφωνίες αναχρηματοδότησης, αναδιάρθρωσης και ρύθμισης.
Φροντίζοντας πρωτίστως τον... εαυτό τους – προσπαθώντας δηλαδή να μην εμφανίσουν πολλά καινούργια “κόκκινα” - θα βοηθήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά να μη βρεθούν φορτωμένοι με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Οι σχεδιασμοί έχουν ήδη γίνει και θα τεθούν σε εφαρμογή με τη λήξη της περιόδου αναστολής καταβολής δόσεων. Σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά οι τράπεζες θα προσφέρουν λύσεις αναχρηματοδότησης και ρυθμίσεις προσαρμοσμένες στις ταμειακές ροές και στο προβλεπόμενο διαθέσιμο εισόδημα για τους επόμενους 12-24 μήνες.
Στα μέτρα του οφειλέτη
Το ζητούμενο είναι να μπορούν οι οφειλέτες δανειολήπτες να πληρώνουν τις δόσεις τους το επόμενο 12μηνο ή και την επόμενη διετία, ώστε τα δάνεια να μην κοκκινίσουν και και να μη “φουσκώσουν” τα προβληματικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Οι προσφερόμενες λύσεις (αναχρηματοδότηση, ρύθμιση καταβολής μικρότερων δόσεων, περίοδος χάριτος κλπ), θα είναι “κομμένες και ραμμένες στα μέτρα” κάθε δανειολήπτη. Θα προσαρμόζονται κατά περίπτωση στην οικονομική του κατάσταση, στις δυνατότητες του κλπ, με βάση τα στοιχεία που θα συγκεντρώνει και θα αξιολογεί η τράπεζα.
Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να διευθετηθούν στεγαστικά δάνεια συνολικού ποσού έως 6,8 δισ. ευρώ, δανειακές υποχρεώσεις μικρών επιχειρήσεων και ΜμΕ συνολικού ποσού 4,9 δισ. ευρώ και δάνεια 3,5 δισ. που έχουν δοθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις.