Στην κατηγορία «Β» αναμένεται να αναβαθμίσει απόψε το αξιόχρεο της Ελλάδας ο οίκος Fitch, αλλά ο αγώνας δρόμου για να ξεφύγουν τα ελληνικά ομόλογα από την κατηγορία «σκουπίδια» (“junk”) θα είναι μακρύς και δύσκολος, αφού οι οίκοι αξιολόγησης ακολουθούν υπερβολικά συντηρητική πολιτική έναντι της χώρας, που τους είχε διαψεύσει με τραυματικό τρόπο την περίοδο 2009-2010.
Η Fitch αναμένεται να ευθυγραμμίσει σήμερα τη βαθμολογία που δίνει στα ελληνικά ομόλογα με την αντίστοιχη από τον οίκο Standard & Poor’s, που έχει και την πλέον αισιόδοξη ανάγνωση των εξελίξεων στην Ελλάδα.
Μέχρι τον Αύγουστο, τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονταν στην άκρως κερδοσκοπική κατηγορία “CCC+” του οίκου Fitch και αναβαθμίσθηκαν στο B-, λόγω της επιτυχούς ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης.
Σήμερα, αναμένεται να ανεβούν ένα ακόμη «σκαλοπάτι», στο “B”. Από αυτή τη θέση, θα χρειασθούν άλλες πέντε αναβαθμίσεις, μέχρι να φθάσουν τα ομόλογα στο πολυπόθητο investment grade (επενδυτική διαβάθμιση), δηλαδή στο ΒΒΒ-, βάσει της κλίμακας της Fitch.
Στην αποψινή του ανακοίνωση, ο οίκος αναμένεται να επισημάνει την πρόοδο στην υλοποίηση του προγράμματος και την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, ενώ με ενδιαφέρον αναμένονται οι παρατηρήσεις του για το θέμα του χρέους και της εξόδου από το πρόγραμμα, τον ερχόμενο Αύγουστο.
Η Fitch θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ιδιαίτερα αυστηρή στην αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, διατηρώντας τις βαθμολογίες τους στην «επιλεκτική χρεοκοπία», επικαλούμενη τη διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Έτσι, αναμένονται με ενδιαφέρον στις σημερινές ανακοινώσεις τυχόν παρατηρήσεις για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος.
Η παραμονή των ελληνικών ομολόγων κάτω από την επενδυτική βαθμίδα για αρκετά σημαντική περίοδο μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος αποτελεί βασικό στοιχείο προβληματισμού στις συζητήσεις για την έξοδο από το μνημόνιο.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, περιλαμβάνει τη χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας στα βασικά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν μετά τον Αύγουστο του 2018, σημειώνοντας: «Η παραμονή σε χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας των ελληνικών ομολόγων να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (waiver).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, η εξασφάλιση του waiver μετά τη λήξη του προγράμματος είναι σημαντική τόσο για το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, καθώς ακόμα και οι πράξεις repos επηρεάζονται θετικά από την ύπαρξη του waiver, όσο και για τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης».
Η στάση των οίκων αξιολόγησης έναντι της Ελλάδας είναι υπερβολικά αυστηρή και καθορίζεται πρωτίστως από τον οίκο Moody’s, που δίνει τη χαμηλότερη βαθμολογία (“Caa2”), επιβάλλοντας και στους δύο άλλους μεγάλους οίκους μια συντηρητική προσέγγιση.
Το τμήμα ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς έχει επισημάνει ότι η υπερσυντηρητική προσέγγιση της Moody’s θα συνεχισθεί και στο μέλλον. Υπό την προϋπόθεση της επιβεβαίωσης του μακροοικονομικού σεναρίου της Τρ. Πειραιώς για την Ελλάδα, η χώρα θα έχει επανακτήσει το status επενδυτικής βαθμίδας ως το 2020.
Νωρίτερα από την Moody’s, όμως, αναμένεται να δώσουν την πολυπόθητη βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας η S&P ή η Fitch. Σημειώνεται ότι, με βάση τους κανόνες της ΕΚΤ, αρκεί ένας οίκος να δίνει την επενδυτική βαθμίδα για να γίνονται αποδεκτά για αναχρηματοδότηση τα ομόλογα μιας χώρας.