Τράπεζες

Άλυτος γρίφος για τις τράπεζες ο αναβαλλόμενος φόρος


Σε ένα γρίφο για τις τράπεζες χωρίς λύση, προς το παρόν τουλάχιστον, έχει μετατραπεί το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου που αποτελεί τη μισή τους κεφαλαιακή βάση και επηρεάζει δυσμενώς την ποιότητα των κεφαλαίων τους, ενώ δυσκολεύει τον σχεδιασμό των διοικήσεων να αυξήσουν θεαματικά τα επόμενα χρόνια τις πληρωμές μερισμάτων στους μετόχους.

Μια άμεση λύση που έχει συζητηθεί στο παρασκήνιο με τον Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να είναι η πρόωρη εξόφληση των αναβαλλόμενων φόρων από το Δημόσιο, με την έκδοση ειδικών ομολόγων που θα δοθούν στις τράπεζες. Ωστόσο, οι σχετικές συζητήσεις έχουν «παγώσει», καθώς στην περίπτωση πρόωρης εξόφλησης η πλευρά του Δημοσίου υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο ένα κούρεμα των απαιτήσεων των τραπεζών, ώστε να μην τεθεί από τις Βρυξέλλες και ζήτημα παράνομης κρατικής ενίσχυσης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τραπεζικές διοικήσεις επανήλθαν στην εξέταση του θέματος του αναβαλλόμενου φόρου, που είχε σχεδόν «ξεχασθεί» εν μέσω της εξαιρετικής πορείας των άλλων οικονομικών τους μεγεθών, κυρίως επειδή πρόκειται για ένα ζήτημα που επηρεάζει την αξιολόγηση της μερισματικής τους πολιτικής από τον Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Οι συστημικές τράπεζες επανέρχονται στις διανομές μερισμάτων φέτος (από τα κέρδη του 2023) για πρώτη φορά από το 2008. Θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει σε διανομές και τον προηγούμενο χρόνο, αλλά τις μπλόκαρε ο SSM επειδή θεώρησε ότι ήταν πρόωρο. Για τις φετινές διανομές, ο SSM είναι έτοιμος να «ανάψει πράσινο», καθώς όλες οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει συντηρητικά ποσοστά διανομής (γύρω στο 20% των καθαρών κερδών), που δεν εμπνέουν ανησυχία στους επόπτες.

Το ζήτημα που τίθεται μετ' επιτάσεως, καθώς οι τράπεζες βιάζονται να προαναγγείλουν γενναιόδωρες διανομές στις επόμενες χρήσεις, με ποσοστά διανομής ακόμη και 50%, είναι αν τέτοιες γενναιόδωρες διανομές θα μπορέσουν να εγκριθούν από τον SSM, με δεδομένο ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι οι μόνες στην ευρωζώνη με πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαια.

Η συντηρητική εποπτική λογική του SSM θα επέβαλε να υπάρξουν τα επόμενα χρόνια μικρές αυξήσεις στα ποσοστά διανομής και σημαντικές αυξήσεις πολύ αργότερα, όταν πλέον θα έχουν συμψηφισθεί οι αναβαλλόμενοι φόροι με τα αναμενόμενα μεγάλα κέρδη των τραπεζών στις επόμενες χρήσεις, ώστε οι τράπεζες να κάνουν μεγάλες διανομές, έχοντας όμως και ποιοτική κεφαλαιακή βάση, που δεν θα δημιουργεί ανησυχίες στους επόπτες.

Οι τράπεζες έχουν στο παρελθόν απορρίψει την πρόταση Στουρνάρα για bad bank, μέσω της οποίας θα εκκαθαρίζονταν άμεσα οι αναβαλλόμενοι φόροι, αφού οι τράπεζες θα τις εισέφεραν ως κεφάλαιο στην bad bank. Τώρα, έχουν στραφεί προς την κυβέρνηση, ζητώντας να εκδοθούν ειδικά ομόλογα έναντι των φορολογικών απαιτήσεων, δηλαδή να γίνει μια πρόωρη εξόφλησή τους από το κράτος, ώστε να εξυγιανθεί άμεσα η κεφαλαιακή τους βάση.

Αυτή η διευκόλυνση θα είχε άμεση επίπτωση στο δημόσιο χρέος, προκαλώντας μια διόγκωσή του κατά περισσότερες από πέντε μονάδες του ΑΕΠ, κάτι που θα δημιουργούσε ένα πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση, καθώς θα εμφανιζόταν να ενισχύει και πάλι τις τράπεζες, την ώρα που έχουν εξυγιανθεί και διανέμουν μερίσματα στους μετόχους.

Ακόμη και αν αυτό το εμπόδιο ξεπερνιόταν, το θέμα θα εξεταζόταν με μεγάλη προσοχή από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν από τη σκοπιά του δικαίου για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μια πρόωρη εξόφληση δεν θα μπορούσε να γίνει «δωρεάν», αλλά με κάποιο κέρδος για το Δημόσιο, ανάλογο του κέρδους που θα ικανοποιούσε ένα συνετό ιδιώτη.

Έτσι, η συζήτηση έφθασε στην ανάγκη να γίνει ένα κούρεμα στις απαιτήσεις των τραπεζών, δηλαδή τα ομόλογα που θα εκδοθούν να έχουν μικρότερη αξία από το ύψος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Προς το παρόν, οι τραπεζικές διοικήσεις δεν αποδέχονται αυτό το «χτύπημα», αλλά η συζήτηση δεν έχει κλείσει οριστικά.

Τι λέει η Τράπεζα της Ελλάδος για το DTC

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος και με βάση στοιχεία Ιουνίου 2023 που αναφέρονται στην τελευταία έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα,

  • Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε ελαφρά και η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλή. Τον Ιούνιο του 2023 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,2%, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9 και της αύξησης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.
  • Η επίπτωση αυτή μετριάστηκε από την υψηλή κερδοφορία χρήσης και από ενέργειες ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων που πραγματοποίησαν οι τράπεζες (π.χ. εκδόσεις τίτλων και αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου). Αντίστοιχα, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) υποχώρησε σε 17,3% από 17,5%.
  • Επισημαίνεται ότι οι δείκτες αυτοί υπολείπονται του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιούνιος 2023: CET1 16,0% και TCR 20,0%).
  • Επιπρόσθετα, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή. Τον Ιούνιο του 2023 οι οριστικές και εκκαθαρισμέ-νες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 13,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 51% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 52% στο τέλος του 2022).
  • Επιπλέον, στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων περιλαμβάνονται αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 2,4 δισεκ. ευρώ, που αποτελούν περίπου το 9%. Σημειώνεται ότι αντίστοιχες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ωστόσο η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.