Οικονομία

Alpha Bank: Η μακρόχρονη ανεργία υποβαθμίζει τις δεξιότητες και δυσχεραίνει την εύρεση εργασίας


Τα μη εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία καταδεικνύουν ότι το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσής του το τελευταίο τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκε στο 18,7% έναντι 21,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2017.

Η πτώση της ανεργίας, όπως αναφέρει η Alpha Bank, συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,9% το 2018 και αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία οφείλεται στην υψηλή ή χαμηλή ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Η ενίσχυση, συνεπώς, της καταναλωτικής δαπάνης και της ζήτησης από το εξωτερικό συμβάλλουν σταδιακά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, η διαρθρωτική ανεργία - αν και διαχρονικά υψηλή στην Ελλάδα - αυξήθηκε έτι περαιτέρω κατά την περίοδο της κρίσης.

Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται παράλληλη αύξηση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Εν συνεχεία και για ένα έτος, παρατηρείται ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε συνδυασμό με αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Η παράλληλη αύξηση και των δύο ποσοστών συνεπάγεται πως η αγορά εργασίας δεν επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου (ελαττώνεται η κυκλική επίπτωση και επομένως η επίπτωση της ύφεσης). Αντίθετα, υποδηλώνει ότι αυξάνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, από το 2010 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση, τόσο στο φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο συνιστά ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας όσο και στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013, όταν και ξεκινά η καθοδική πορεία της κυκλικής ανεργίας που οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας κατά εννέα εκατοστιαίες μονάδες, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζουν χαρακτηριστική ακαμψία. Η αναντιστοιχία συνεπώς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.

Η παραμονή εκτός εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας. Ως εκ τούτου, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αφενός αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία, αφετέρου τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.

H αναντιστοιχία που καταγράφεται στην Ελλάδα ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:

  • στο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων,
  • στις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας,
  • στο φαινόμενο της έντονης εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).

Τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας στη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα χαμηλά, αλλά σχετικά σταθερά, ποσοστά κενών θέσεων εργασίας επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι η διαρθρωτική ανεργία αυξήθηκε τα προηγούμενα έτη και ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό ήταν και οι υψηλές αναντιστοιχίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις έρευνες του Cedefop (European Centre for the Development of Vocational Training), αναδεικνύουν ως μείζον το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα.

Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων (ESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που καταρτίζεται από το Cedefop, ο οποίος μετρά την απόδοση στα συστήματα δεξιοτήτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ESI μετρά «την απόσταση από την ιδανική επίδοση» σε όρους δεξιοτήτων, η οποία ορίζεται ως η υψηλότερη που επιτυγχάνεται από οποιαδήποτε χώρα σε μία περίοδο 7 ετών. Η ιδανική απόδοση βαθμολογείται με 100 μονάδες και τα επιμέρους αποτελέσματα όλων των χωρών υπολογίζονται και συγκρίνονται με βάση αυτό.

Παράλληλα, σημειώνει η Alpha Bank, πως ο ευρωπαϊκός δείκτης δεξιοτήτων αποτελείται από τρεις επιμέρους «πυλώνες» ή υποδείκτες, ήτοι την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενεργοποίηση δεξιοτήτων και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων, καθένας από τους οποίους μετρά μια διαφορετική πτυχή του συστήματος δεξιοτήτων σε μία χώρα. Συνολικά, για την εξαγωγή του βασικού δείκτη ευρωπαϊκών δεξιοτήτων χρησιμοποιούνται 15 διαφορετικοί δείκτες, οι οποίοι καταρτίζονται από ποικίλες διεθνείς βάσεις δεδομένων.

Ο πυλώνας της ανάπτυξης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει τις δραστηριότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης μιας χώρας και τα άμεσα αποτελέσματά τους σε σχέση με τις ικανότητες και δεξιότητες που αναπτύσσονται εντός και εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αποτελείται από τους υποδείκτες για τη βασική εκπαίδευση εντός του εκπαιδευτικού συστήματος και την εκπαίδευση και κατάρτιση εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. διά βίου μάθηση). Ο συγκεκριμένος πυλώνας με τους επιμέρους υποδείκτες μετρά επί της ουσίας την ποιότητα, τη συμμετοχή και το βαθμό ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (π.χ. το ποσοστό του πληθυσμού 15-64 ετών που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα διεθνή σκορ σε ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες κλπ.), αλλά και τη συμμετοχή και το βαθμό επίτευξης σε δραστηριότητες διά βίου μάθησης (π.χ. συμμετοχή σε προγράμματα μαθητείας, συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, δεξιότητες σε Η/Υ κλπ.).

Ο πυλώνας της ενεργοποίησης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει το επίπεδο των δεξιοτήτων για τη μετάβαση και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, με σκοπό να εντοπισθούν εκείνες οι οποίες διαθέτουν την υψηλότερη και τη χαμηλότερη εκπροσώπηση στην αγορά εργασίας.
Επί της ουσίας, ο δείκτης αυτός μετράει τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, τα ποσοστά απορρόφησης των πτυχιούχων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα στην αγορά εργασίας, αλλά και τον βαθμό συμμετοχής στην αγορά εργασίας των νέων 20-24 ετών και των ατόμων μεταξύ 25-54 ετών.

Ο τρίτος πυλώνας της αντιστοίχισης δεξιοτήτων καταγράφει το είδος των θέσεων εργασίας και των αναντιστοιχιών που μπορεί να εκφράζονται από την ανεργία, τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τα πλεονάσματα δεξιοτήτων ή την ανεπαρκή αξιοποίησή τους στην αγορά εργασίας. Στηρίζεται στους υποδείκτες της υπο-αξιοποίησης και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, οι οποίοι υποδηλώνουν το βαθμό στον οποίο οι δεξιότητες που ενσωματώνουν οι εργαζόμενοι ταιριάζουν με τη ζήτηση για δεξιότητες από τις επιχειρήσεις. Ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει εν πολλοίς τη μακροχρόνια ανεργία, την υποαπασχόληση των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων, τις αναντιστοιχίες υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα), τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τις αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων προσόντων.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ανακοίνωση, είναι ουραγός, μαζί με την Ισπανία, στη σχετική λίστα του ευρωπαϊκού δείκτη δεξιοτήτων, φθάνοντας μόλις στις 23 μονάδες στο συνολικό δείκτη, απέχοντας έτσι κατά 77% από την ιδανική επίδοση. Η χώρα όμως καταγράφει σχετικά χαμηλές επιδόσεις και στους τρεις βασικούς υποδείκτες, αλλά κυρίως στον πυλώνα της αντιστοίχισης δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην αγορά εργασίας. Εκεί, η Ελλάδα βρίσκεται όχι μόνο τελευταία στην κατάταξη (9 μονάδες) μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες εξαιρουμένης της Ισπανίας (11 μονάδες), γεγονός το οποίο τονίζει εμφατικά τις αναντιστοιχίες μεταξύ αναγκών σε δεξιότητες που ζητούνται και προσφέρονται στην ελληνική αγορά εργασίας και που, κατ’ επέκταση, συμβάλλουν όχι μόνο στην εντατικοποίηση της ετεροαπασχόλησης, αλλά και στην παραμονή του διαρθρωτικού τμήματος της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα.