Με Άποψη

Αλήθειες και ψέματα για το Μακεδονικό


Οι λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών δεν βασίζονται στην διαφωνία των πολιτών στους συγκεκριμένους όρους της Συμφωνίας και ούτε επικεντρώνονται στην Συμφωνία καθεαυτήν. Εξάλλου, ελάχιστοι την έχουν διαβάσει – πολλώ δε μάλλον κατανοήσει. Οι αντιδράσεις εδράζονται κυρίως σε συναισθηματικούς λόγους και κυρίως στην γενική αίσθηση ότι κάτι αφαιρείται από τη χώρα μας και την εθνική μας αξιοπρέπεια.

Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ*

Δεν κρίνω σκόπιμο να σκαλίσω το ζήτημα της ανεπαρκούς ιστορικής παιδείας των νεοελλήνων και τις ψευδαισθήσεις σχετικά με την ταυτότητά μας. Ούτε να θίξω το παλαιό πρόβλημα της γνωστής στρεβλής αντίληψης περί πατριωτισμού που συνίσταται στην βαθιά πεποίθηση ότι ο λαός μας είναι σαφώς ανώτερος από τους άλλους που εκτός αυτού θέλουν και το κακό μας.

Είναι προφανές ότι η γειτονική χώρα θέλοντας να οικοδομήσει εθνική συνείδηση και εθνικό αφήγημα δανείζεται στοιχεία από την δική μας Ιστορία και κληρονομιά. Σε τι μας ζημιώνει όμως αυτό, έχουμε αναρωτηθεί;

Μήπως αυτό πρέπει να το εκλάβουμε ως θετικό στοιχείο και να δημιουργήσουμε μια πολύ στενή συμμαχία με τους γείτονες; Δυστυχώς, ο λαός μας δεν φαίνεται ώριμος να συζητήσει ψύχραιμα αυτά τα ζητήματα. Για αυτό το λόγο θα περιοριστώ σε πιο συγκεκριμένα και απτά ζητήματα που θεωρώ κρίσιμα για την ψύχραιμη προσέγγιση του ζητήματος.

1. Υπάρχει ήδη συμφωνία που μας δεσμεύει στις σχέσεις μας με την ΠΓΔΜ, πριν από την εμφάνιση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρόκειται για τη λεγόμενη Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 που ρυθμίζει πλήρως και δεσμευτικά τις σχέσεις μας με τη γειτονική χώρα. Μάλιστα, πρόκειται για μια συμφωνία δυσμενέστερη συγκριτικά με αυτή των Πρεσπών.

Με την Ενδιάμεση Συμφωνία αναγνωρίζουμε το δικαίωμα στην γειτονική χώρα να περιέχει στην ονομασία της τον όρο «Μακεδονία». Από τότε μέχρι σήμερα πάγια ελληνική θέση είναι ότι αποδεχόμαστε τον όρο Μακεδονία ως μέρος της ονομασίας. Δεν συνιστά αυτό παραχώρηση της μεγαλόψυχης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 στο άρθρο 11 ορίζει ότι υποχρεούμαστε να μην εμποδίσουμε την ένταξη της γείτονος σε διεθνείς οργανισμούς με το όνομα ΠΓΔΜ, για παραβίαση του οποίου καταδικαστήκαμε από το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών λόγω της στάσης της τότε ελληνικής κυβέρνησης στο Βουκουρέστι το 2008 και συνεπώς είναι λανθασμένη η εντύπωση ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε ως διπλωματικό εργαλείο πίεσης την παρεμπόδιση της ΠΓΔΜ στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.

Συμπερασματικά, όποιος αντιτίθεται στη Συμφωνία των Πρεσπών που καταργεί την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, προκρίνει εκ του αποτελέσματος την τελευταία - αν και είναι επαχθέστερη για τα συμφέροντά μας.

2. Η de facto κατάσταση που επικρατεί διεθνώς είναι ότι υπάρχει μία Μακεδονία- και μάλιστα αυτή είναι η ΠΓΔΜ. Ουδείς άλλος στην υφήλιο εκτός ημών αντιλαμβάνεται ότι η Μακεδονία είναι ελληνική επαρχία. Όλοι πιστεύουν ότι μια είναι η Μακεδονία, δηλαδή το κράτος των Σκοπίων. Στην δημιουργία αυτής της μη αναστρέψιμης κατάστασης οδήγησε η αδιαλλαξία μας σχετικά με το Μακεδονικό.

Με τη Συμφωνία των Πρεσπών επιχειρείται στο μέτρο του δυνατού να αρθεί αυτή η de facto κατάσταση με τη μεταβολή της συνταγματικής ονομασίας της ΠΓΔΜ σε «Βόρεια Μακεδονία» και με την συναφή υποχρέωσή της να ενημερώσει όλα τα διεθνή fora και οργανισμούς ως προς αυτή την αλλαγή. Πρέπει να βοηθήσουμε να εξαλειφθεί η πεπλανημένη αντίληψη στον ελληνικό μικρόκοσμο ότι, επειδή εμείς αισθανόμαστε άβολα με την χρήση της λέξης Μακεδονία και «δεν την δίνουμε», αυτό εμποδίζει την ΠΓΔΜ να έχει επιτύχει τη διεθνή καθιέρωσή της ως Μακεδονία.

Ένας τρόπος υπάρχει να καταστεί γνωστό στην υφήλιο ότι δεν υπάρχει μία Μακεδονία. Αυτός είναι η προσθήκη επιθετικού προσδιορισμού, είτε βόρεια, είτε άνω, είτε νέα Μακεδονία. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει μία Μακεδονία, η βόρεια, αλλά και η νότια, ελληνική Μακεδονία. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι θα επικρατήσει η εντύπωση ότι η κυρίως Μακεδονία είναι η ΠΓΔΜ. Ομως αυτό είναι αναγκαίο κακό, αφού πάντοτε επικρατεί η ονομασία ενός κράτους από την ονομασία μιας επαρχίας κράτους.

3. Περί «μακεδονικής» γλώσσας. Οι Σκοπιανοί δεν υποχώρησαν στην απαίτησή μας να ονομάζεται η ιθαγένειά στα διαβατήρια «βορειομακεδονική» ή «σλαβομακεδονική». Δεν γίνεται όμως να υπάρξει συμφωνία χωρίς υποχωρήσεις.

Σε ό,τι αφορά τη «μακεδονική γλώσσα», είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι σλαβολόγοι στη σχετική ειδική βιβλιογραφία αναγνωρίζουν εδώ και χρόνια την ύπαρξη μιας διακριτής από τις λοιπές σλαβικές γλώσσες, τη μακεδονική, μια καθαρά σλαβική γλώσσα που ουδεμία σχέση έχει με τα ελληνικά.
Η γλώσσα αυτή αναγνωριζόταν ήδη ως η 6η επίσημη γλώσσα της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Εντούτοις είναι εντελώς θεωρητικής φύσεως το ζήτημα αν συνιστά γλώσσα ή διάλεκτο: από τη στιγμή που ομιλείται σε αυθύπαρκτο κράτος, θα επικρατήσει ως γλώσσα και όχι ως διάλεκτος.
Η δε καθιέρωσή της ως «μακεδονική» μετρά ήδη 100 χρόνια, πολύ πριν τη σύσταση της ΠΓΔΜ. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει μια αλλαγή σε αυτό, μιας και έχει καθιερωθεί τόσο ευρέως ο χαρακτηρισμός της ως μακεδονικής δεδομένου και ότι δεν δημιουργεί καμία σύγχυση με την ελληνική.

4. Η Συμφωνία των Πρεσπών αποδομεί το Σκοπιανό αφήγημα περί καταγωγής των από το Μεγαλέξανδρο. Η Συμφωνία των Πρεσπών περιέχει όρο που διευκρινίζει ότι η ιστορία της ΠΓΔΜ ουδεμία σχέση έχει με τους αρχαίους Μακεδόνες.

Αυτό δεν είναι λίγο. Μάλιστα είναι ο λόγος που τα εθνικιστικά στοιχεία της ΠΓΔΜ θεώρησαν τη συμφωνία προδοτική.

Στα χρόνια της αδράνειάς μας στη γειτονική χώρα κυριάρχησαν τα εθνικιστικά στοιχεία υπό τον Γκρουέφσκι, με την κρατική προπαγάνδα να έχει εξαπλωθεί παντού στο δημόσιο λόγο και στα σχολεία. Αυτή η κατάσταση δεν ανατρέπεται εν μία νυκτί και κυρίως δεν ανατρέπεται με εχθρότητα ανάμεσα στους δύο λαούς.

Ο ρόλος άλλωστε των διακρατικών συμβάσεων δεν είναι να επιβάλλουν την ιστορική αλήθεια, αλλά να συμβάλλουν στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών.

Κάθε λαός διαβάζει την ιστορία του με τρόπο που τον συμφέρει. Αυτό ανάγεται στο παρελθόν, όταν η τόνωση του εθνικού συναισθήματος ήταν απαραίτητη για την επικράτηση, ιδίως με τη διεξαγωγή πολέμων.

Εν κατακλείδι…

Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχει κατατεθεί στο δημόσιο λόγο ισχυρός αντίλογος γιατί θα πρέπει να επιτρέψουμε να παρέλθει κι άλλος πολύτιμος χρόνος χωρίς λύση του Μακεδονικού. Είναι αποδεδειγμένο ότι η πάροδος του χρόνου μας ζημιώνει, δημιουργώντας μη αναστρέψιμες de facto καταστάσεις και δυσαρέσκεια στους συμμάχους μας, οι οποίοι υποδέχθηκαν πολύ θετικά τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Στη στάση των διαφωνούντων αρμόζει η λαϊκή ρήση «μας χαρίζανε γάιδαρο και τον κοιτάζαμε στα δόντια»: επικεντρώνονται στα αρνητικά της Συμφωνίας, χωρίς να παραθέτουν τι θετικό θα είχε η μη ψήφισή της και η διατήρηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας με τις δυσμενείς de facto καταστάσεις που έχουν ανακύψει από την πολυετή αδιαλλαξία μας.

* Ο Λευτέρης Αθανασόπουλος είναι δικηγόρος. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα dikastiko.gr

Διαβαστε επισης