Ο οίκος Fitch Ratings διατήρησε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου στη βαθμίδα «BB-», διατηρώντας παράλληλα σταθερό και το outlook, εκτιμώντας ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους, οι αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης και τα κόκκινα δάνεια φρενάρουν την υψηλότερη αξιολόγηση.
Ο Fitch σημειώνει ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας βασίζεται στα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, που ξεπερνούν κατά πολύ χώρες με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ. Το προφίλ του κρατικού χρέους είναι ευνοϊκό και οι δημοσιονομικές επιδόσεις της τελευταίας τριετίας υπερβαίνουν χώρες με αξιολόγηση ΒΒ.
Ο οίκος εκτιμά ότι ενώ αποτελούν μια θετική εξέλιξη οι άμεσες κινήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης με τις πολιτικές της υπέρ της ανάπτυξης και την προτεραιότητα που θέτει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, τονίζει ότι αναμένει να δει τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου πριν προχωρήσει σε αναβάθμιση.
Επισημαίνει ακόμη ότι στις 30 Ιουλίου το κοινοβούλιο ενέκρινε ένα πρώτο σύνολο μέτρων, που περιλαμβάνουν μείωση του ΕΝΦΙΑ, την οποία η κυβέρνηση αναμένει ότι θα κοστίσει 205 εκατομμύρια ευρώ (0,1% του ΑΕΠ) το 2019, καθώς και τη διάταξη για τις 120 δοσεις και τη σταδιακή μείωση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων στο 20%, από 28% σε δύο χρόνια.
Η Fitch τονίζει αναφορικά με τη μακροπρόθεσμη πορεία του χρέους, πως η Ελλάδα, υπό την υπόθεση μέσου πρωτογενούς πλεονάσματος 1,9% του ΑΕΠ ως το 2040, μέση πραγματική ανάπτυξη 1,4% το ίδιο χρονικά διάστημα και πληθωρισμό κοντά στο 2%, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μπορέσει να μειωθεί σταδιακά στο 125% του ΑΕΠ ως το 2030 και στο 111% του ΑΕΠ ως το 2040, από 181% του ΑΕΠ το 2018.
Το θετικό προφίλ του δημόσιου χρέους της Ελλάδας φαίνεται από το γεγονός ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό. Το 90,8% του χρέους γενικής κυβέρνησης έχει σταθερά επιτόκια (γεγονός που υποδηλώνει χαμηλή εξάρτηση από τη μεταβλητότητα των επιτοκίων) και η μέση ωρίμανση (λήξη) του ελληνικού χρέους (21,1 έτη) είναι από τις μεγαλύτερες σε όλα τα ομόλογα που αξιολογεί Fitch.
Σύμφωνα με τη Fitch, τα δημόσια οικονομικά συνεχίζουν να βελτιώνονται. Η Ελλάδα σημείωσε πλεόνασμα του προϋπολογισμού 1,1% του ΑΕΠ το 2018, από 0,7% το προηγούμενο έτος, λόγω υψηλότερων εσόδων από τον προϋπολογισμό και τον περιορισμό των δαπανών. Αυτό «μεταφράστηκε» σε πρωτογενές πλεόνασμα 4,4% του ΑΕΠ, πολύ πιο πάνω από τον μνημονιακό στόχο για 3,5% του ΑΕΠ. Ο οίκος αναμένει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει υγιής και θα προβάλει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% και 3,4% του ΑΕΠ το 2019-20. Το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 181,1% του ΑΕΠ το 2018 και αναμένει επίσης να μειωθεί στο 161% του ΑΕΠ έως το 2021, με βάση τα διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τη μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2% και τα χαμηλά ονομαστικά αποτελεσματικά επιτόκια.
O οίκος επισημαίνει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επόμενη αξιολόγησή του είναι:
- Η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
- Ανεπιθύμητες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, που αυξάνουν τους κινδύνους για την πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά.
- Η επανεμφάνιση σταθερά μεγάλων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών.