Υγεία

Αιμορραγικός πυρετός: Φόβοι εξάπλωσης μετά τον 8ο θάνατο φέτος στο Ιράκ


Ένας άνθρωπος πέθανε χθες Παρασκευή εξαιτίας του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κονγκό στην επαρχία Κιρκούκ του Ιράκ, όπου η ιογενής ασθένεια που μεταδίδεται κυρίως από βοοειδή εξαπλώνεται στον βορρά, σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές.

Συνολικά 40 κρούσματα, εκ των οποίων οκτώ θανατηφόρα, έχουν ανακοινωθεί από την αρχή της χρονιάς, με 23 ασθενείς στη φτωχή επαρχία Ντι Καρ, ανέφερε χθες Παρασκευή το βράδυ ο εκπρόσωπος του ιρακινού υπουργείου Υγείας, ο Σάιφ αλ Μπαντρ.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η μετάδοση του ιού που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό γίνεται «είτε μέσω τσιμπημάτων τσιμπουριών, ή μέσω της επαφής με το αίμα ή τους ιστούς μολυσμένων ζώων, κατά τη διάρκεια της σφαγής τους ή αμέσως μετά».

Το θύμα που υπέκυψε χθες ήταν εργαζόμενος σε σφαγείο ζώων που δεν τήρησε τους υγειονομικούς κανονισμούς, δήλωσε ο Ζιάντ Χάλαφ, αξιωματούχος των υπηρεσιών υγείας στην επαρχία.

Οι αρχές του Κιρκούκ απαγόρευσαν κάθε μεταφορά βοοειδών προς ή από την επαρχία.

Η επαρχία Νινευή, στον βορρά, ανακοίνωσε προχθές Πέμπτη το πρώτο της κρούσμα. Την 29η Απριλίου, η επαρχία της Βαβυλώνας (κεντρικά) ανακοίνωσε έναν θάνατο.

Στην πλειονότητά τους, οι άνθρωποι που μολύνθηκαν ζουν στη Ντι Καρ, φτωχή επαρχία όπου κάτοικοι εκτρέφουν βοοειδή, πρόβατα, κατσίκια και βουβάλια, ζώα που είναι δυνητικοί ξενιστές του ιού που προκαλεί τον αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό.

Η χώρα πάντως δεν βρίσκεται «στο στάδιο της επιδημίας», καθησύχασε χθες το απόγευμα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας.

«Ως τώρα, οι μολύνσεις είναι περιορισμένες», διευκρίνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «φέτος ο δείκτης (μετάδοσης)» είναι«πιο υψηλός από την περασμένη χρονιά».

Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, οι περισσότεροι άνθρωποι που μολύνθηκαν είναι «κτηνοτρόφοι ή εργαζόμενοι σε σφαγεία» ζώων.

Ο ιός έχει υψηλή θνητότητα, που μπορεί να κυμανθεί από το 10 ως ακόμη και το 40% των κρουσμάτων.

Μεταξύ ανθρώπων, η μετάδοση της ασθένειας μπορεί να γίνει μέσω της «άμεσης επαφής με το αίμα, τα περιττώματα, τα εκκρινόμενα υγρά ή τα όργανα αυτών που έχουν μολυνθεί», σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.