Πολιτική

Άγρια σύγκρουση στο Eurogroup!


Η προαναγγελθείσα σύγκρουση Γερμανίας - ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος έγινε πραγματικότητα στη μακρά συνεδρίαση του Eurogroup, που κατέληξε χωρίς την παραμικρή απόφαση, αφήνοντας το οριστικό κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους να συζητηθούν εκ νέου στις 15 Ιουνίου.

Όπως αναφέρεται στη λιτή ανακοίνωση που εκδόθηκε, η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει ένα μεγάλο μέρος των συμφωνημένων προαπαιτούμενων δράσεων (για 115 από τις 140 έκανε λόγο ο επίτροπος Μοσκοβισί).

Όμως, η αξιολόγηση παραμένει τυπικά ανοικτή, για να επιβεβαιωθεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες η ολοκλήρωση του συνόλου των προαπαιτούμενων δράσεων και η πλήρης συμμόρφωση της Ελλάδας σε ορισμένα από τα συμφωνημένα μέτρα (π.χ.: για τις αλλαγές στα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου), όπου έχουν διαπιστωθεί αποκλίσεις.

Για το χρέος, το ανακοινωθέν αναφέρει ότι έγινε συζήτηση σε βάθος, η οποία όμως δεν κατέληξε σε συνολική συμφωνία. Οι εργασίες θα συνεχισθούν τις προσεχείς εβδομάδες, στο πλαίσιο που συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2016, με στόχο να υπάρξει οριστική συμφωνία στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup.

Η συμφωνία αυτή, καταλήγει το ανακοινωθέν, περιλαμβάνει ένα φιλόδοξο και οικονομικά σταθερό μεσοπρόθεσμο μονοπάτι για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας.

Όπως εξήγησε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τη λήξη του Eurogroup, Ευρωπαίοι και ΔΝΤ έχουν συμφωνήσει ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει για πέντε χρόνια συνολικά το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ (2018-2022), αλλά παραμένουν διαφορές που θα πρέπει να γεφυρωθούν τις επόμενες εβδομάδες.

Ζουρλομανδύας... σταθερότητας

Σύμφωνα με την αντίληψη των Ευρωπαίων, όπως την περιέγραψε ο πρόεδρος του Eurogroup, η Ελλάδα θα πρέπει μετά το 2022 να παραμείνει συνεπής στο πλαίσιο που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με πληροφορίες, εντοπίζονται οι σοβαρές διαφωνίες με το Ταμείο, καθώς η συμμόρφωση της Ελλάδας με το Σύμφωνο Σταθερότητας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε χρόνο θα επιτυγχάνεται μείωση του χρέους τουλάχιστον κατά 5% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να διατηρούνται υψηλά πλεονάσματα στο διηνεκές (2,6% κατά μέσο όρο ως το 2060) αλλά και να αυξηθεί ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης σε επίπεδο που δεν θεωρεί ρεαλιστικό για την Ελλάδα το Ταμείο.

Η «απάντηση» που έδωσε εμμέσως πλην σαφώς ο κ. Ντάισελμπλουμ στην απαίτηση του Ταμείου να μην επιβληθούν στην Ελλάδα υπερβολικοί στόχοι για το πλεόνασμα και την ανάπτυξη ήταν ότι θα πρέπει και το ΔΝΤ να αντιληφθεί πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λειτουργούν εντός ενός πλαισίου κανόνων.

Από την πλευρά του, ο επίτροπος Μοσκοβισί, όταν κλήθηκε να απαντήσει αν θα πρέπει να τηρηθούν απόλυτα από την Ελλάδα οι υποχρεώσεις που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας σχετικά και με τη μείωση του χρέους, απέφυγε να δώσει μια σαφή απάντηση.

Δόση χωρίς ΔΝΤ;

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η διαφωνία του Ταμείου με το Eurogroup για το σενάριο βιωσιμότητας του χρέους ως το 2060 είναι εξαιρετικά σοβαρή, αφού πλέον άπτεται των βασικών ευρωπαϊκών κανόνων, που το Ταμείο επιμένει ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην περίπτωση της εξασθενημένης και μη ανταγωνιστικής ελληνικής οικονομίας.

Ο Γ. Ντάισελμπλουμ άφησε μάλιστα να εννοηθεί ότι η εκταμίευση της επόμενης δόσης στην Ελλάδα θα μπορούσε να εγκριθεί και χωρίς να συμφωνηθεί η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα. Κληθείς να εξηγήσει αν η συμμετοχή του Ταμείου αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση της εκταμίευσης, δήλωσε μόνο ότι το Eurogroup «θα αγωνισθεί» για τη συμμετοχή του Ταμείου, αποφεύγοντας να δηλώσει ότι χωρίς αυτήν δεν θα προχωρήσει η εκταμίευση.

Η εξέλιξη των συζητήσεων στο Eurogroup εκ των πραγμάτων δημιουργεί πολλά ερωτήματα για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης ως τις 15 Ιουνίου και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμη και να μην υπάρξει μια συμφωνία για το χρέος που θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να μπει στο πρόγραμμα.

Αυτό θα οδηγούσε την Ελλάδα στο επικίνδυνο μονοπάτι του σχεδίου «Β» των Ευρωπαίων: να εγκριθεί η εκταμίευση της δόσης, αλλά να αρχίσει να συζητείται μετά τις γερμανικές εκλογές ένα νέο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αφού το πρόγραμμα του τρίτου μνημονίου θα έχει θεωρηθεί ότι ακυρώνεται.