Χαμένη σε... συρτάρια παραμένει η κανονιστική παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην αγορά καυσίμων, παρότι, σύμφωνα με πληροφορίες, το σχετικό κείμενο έχει ολοκληρωθεί και η ίδια η Επιτροπή είχε ανακοινώσει ότι θα παρουσιαζόταν εντός του Οκτωβρίου. Παρότι η συζήτηση για την ακρίβεια στην Ελλάδα έχει εστιάσει το τελευταίο διάστημα στα είδη διατροφής, η παρέμβαση της Επιτροπής για τα καύσιμα είναι άκρως απαραίτητη, καθώς σταθερά οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα, στην Ελλάδα καταγράφεται η δεύτερη υψηλότερη τιμή αμόλυβδης στην ευρωζώνη, στα 1,874 ευρώ το λίτρο, πίσω μόνο από την αντίστοιχη τιμή στην Ολλανδία, όπου διαμορφώθηκε στα 1,997 ευρώ.
Ορισμένες πληροφορίες αναφέρουν ότι η κανονιστική παρέμβαση, που αποτελεί το ισχυρότερο όπλο παρέμβασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε έναν κλάδο της οικονομίας, είναι θέμα χρόνου να δημοσιευθεί. Η καθυστέρηση αποδίδεται σε τυπικούς και τεχνικούς παράγοντες. Ωστόσο, άλλες πληροφορίες από κύκλους της αγοράς καυσίμων, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθούν, επιμένουν ότι η καθυστέρηση υποκρύπτει σημαντικές παρασκηνιακές διεργασίες.
Παρασκηνιακές πιέσεις
Κατά τις πληροφορίες αυτές, η κανονιστική παρέμβαση «αγγίζει» ευαίσθητα θέματα του κλάδου της διύλισης, που έχει και τον πρώτο λόγο για τη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά, και ειδικότερα το θέμα του κόστους τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας. Έτσι, φέρονται να έγιναν παρασκηνιακές πιέσεις στην Επιτροπή και προς την κυβέρνηση, ώστε οι επίμαχες ρυθμιστικές παρεμβάσεις της Επιτροπής να εξαλειφθούν από τελικό κείμενο, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η δημοσίευσή του.
Σημειώνεται ότι η κανονιστική παρέμβαση της Επιτροπής έχει εξαρχής φανεί ότι θα συγκέντρωνε τις έντονες αντιδράσεις των μεγάλων της αγοράς, δηλαδή πρωτίστως των διυλιστηρίων που κυριαρχούν απόλυτα στην εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών, δεδομένου ότι είναι πρακτικά ανύπαρκτες οι εισαγωγές. Στην αρχική εκτίμηση που έκανε η Επιτροπή, διερευνώντας την πολύ μεγάλη αύξηση των τιμών το 2022, είχε καταλήξει ότι τα ελληνικά διυλιστήρια σχεδόν διπλασίασαν τα περιθώρια κέρδους τους, ενώ σημείωνε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των διυλιστηρίων είναι εξαιρετικά ασθενής, καθώς υπάρχει υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και οι τιμές των δύο ομίλων στα βασικά προϊόντα (αμόλυβδη, ντίζελ κίνησης) ουσιαστικά ταυτίζονται.
Τα πρώιμα ευρήματα από τη χαρτογράφηση της αγοράς καυσίμων, στην οποία προχώρησε η Επιτροπή και δημοσιεύθηκαν στο ενημερωτικό της δελτίο για τον Αύγουστο, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς έχει κινηθεί η διαδικασία κανονιστικής παρέμβασης στον κλάδο. Οπως διαπιστώνεται η Ελλάδα έχει από τις ακριβότερες τιμές προ φόρων στην Ευρώπη, ενώ παρατηρούνται ασυμμετρίες στη διαμόρφωση των τιμών (οι διεθνείς αυξήσεις περνούν πολύ γρήγορα, οι μειώσεις καθυστερούν: φαινόμενο «πυραύλων και φτερών»).
Η Επιτροπή προανήγγειλε τον Αύγουστο ότι η κανονιστική παρέμβαση θα δημοσιευόταν τον Οκτώβριο. Από όσα ανέφερε στο δελτίο του Αυγούστου εξαγόταν το συμπέρασμα ότι θα πρότεινε μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς. Ειδικά για τα αποθέματα ασφαλείας, που αποτελούν σημαντικό στοιχείο του κόστους των καυσίμων, η Επιτροπή σημείωνε ότι: «Τα αποθέματα και το κόστος τους αποτελούν σημαντικό παράγοντα της τιμολόγησης, της διαμόρφωσης των τιμών και του προσδιορισμού του περιθωρίου κέρδους σε λογιστικό και πραγματικό επίπεδο», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να προτείνει παρεμβάσεις για μείωση του κόστους.
Τα προκαταρκτικά συμπεράσματα
Όπως ανέφερε η Επιτροπή, παρουσιάζοντας τα πρώιμα ευρήματα από τη χαρτογράφηση της ελληνικής αγοράς καυσίμων, ως προς τις συνθήκες ανταγωνισμού προκαταρκτικώς παρατηρούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
(α) Υψηλός βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά διύλισης. Μέτριος προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά χονδρικής. Σημειώνεται ότι στην αγορά λιανικής λειτουργούν περί τα 5.000 πρατήρια στην Ελλάδα, ωστόσο ο ανταγωνισμός είναι τοπικός, επομένως το επίπεδο συγκέντρωσης ενδέχεται να διαφέρει ανά περιοχή και θα πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς.
(β) Σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών και δεικτών κερδοφορίας των επιχειρήσεων διύλισης και χονδρικής εμπορίας το εξεταζόμενο διάστημα.
(γ) Εκ πρώτης όψεως, ιδιαίτερα αυξημένο περιθώριο κέρδους των εταιρειών διύλισης το 2022 (σχεδόν διπλασιάζεται σε σχέση με το 2021), ωστόσο τα στοιχεία πρέπει να επιβεβαιωθούν με περαιτέρω έρευνα ανά προϊόν.
(δ) Αύξηση του περιθωρίου διύλισης όπως υπολογίζεται από τις εταιρίες παρά τις επιμέρους διακυμάνσεις που έλαβαν χώρα σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης για λόγους συγκρισιμότητας με άλλες χώρες.
(ε) Εντόνως πτωτική πορεία των μέσων τιμών χονδρικής και στα τρία υπό ανάλυση προϊόντα κατά τα διαστήματα των περιοριστικών μέτρων του 2020 με αλλαγή σε ανοδική τροχιά από τον Ιούνιο 2020 και έπειτα, καταγράφοντας έντονα ανοδική τάση από τις αρχές του 2022 και μετά, ενδεχομένως εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
(στ) Αντίστοιχη τάση κατέγραψαν και οι μέσες λιανικές τιμές και των τριών προϊόντων. Ομοίως οι τιμές πώλησης προς τη χονδρική αγορά (αφαιρούμενων εκπτώσεων και πιστώσεων) ακολουθούν αντίστοιχη πορεία καταγράφοντας ανοδική τάση από τα μέσα του 2020 και μετά, ενώ παρατηρείται πολύ μεγάλη ταύτιση τιμών μεταξύ των δύο εταιρειών διύλισης τόσο ως προς την αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων όσο και ως προς το πετρέλαιο κίνησης.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού τόνιζε ότι, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, δύναται να εμβαθύνει και να παρέμβει στην αγορά με την έναρξης της κανονιστικής παρέμβασης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα εξεταστούν εις βάθος οι συνθήκες ανταγωνισμού στις οικείες αγορές, προκειμένου να διευκρινιστούν:
• Τόσο αν η παρατηρούμενη ασυμμετρία, και γενικότερα η αύξηση της τιμής αυτών των προϊόντων την τελευταία διετία, οφείλονται στην απουσία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού,
• Όσο και ζητήματα αναφορικά με το μηχανισμό τιμολογιακής πολιτικής, την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας και άλλων πιθανών φραγμών εισόδου και ανάπτυξης της αγοράς και τη διατήρηση υψηλού περιθωρίου κέρδους από τις επιχειρήσεις του κλάδου. «Τα αποτελέσματα της κανονιστικής παρέμβασης πρόκειται να δημοσιευθούν τον Οκτώβριο 2023», τόνιζε η Επιτροπή, αλλά ήδη φθάσαμε στα μέσα Νοεμβρίου και παραμένει άφαντη...