Οι δημοσιονομικοί κανόνες μετά την πανδημία θα πρέπει να είναι απλούστεροι και να αντανακλούν τις αλλαγές που έχουν συμβεί στο μακροοικονομικό περιβάλλον, δήλωσε ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ.
Μιλώντας στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι βασικός στόχος πρέπει να είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, αν και πρόσθεσε ότι «υπάρχουν και άλλοι στόχοι που θέλουμε να επιτύχουμε», όπως να δοθούν κίνητρα για "καλές" δαπάνες που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Ένας άλλος στόχος, είπε, είναι να υπάρξουν αντικυκλικές πολιτικές και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Αναφέρθηκε στην πρόταση του ESM για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία προβλέπει τη διατήρηση του επιτρεπόμενου ορίου για το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ αλλά την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου για το χρέος στο 100% του ΑΕΠ μαζί με έναν κανόνα για την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Όπως είπε, η πρόταση για την αύξηση του ορίου του χρέους στο 100% του ΑΕΠ δικαιολογείται από το γεγονός ότι το επιτόκιο ισορροπίας είναι σήμερα πολύ χαμηλότερο σε σχέση με πριν από 30 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης.
Εκτίμησε ότι το επιτόκιο αυτό θα αυξηθεί, αλλά όχι στα επίπεδα που ήταν στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα για εξυπηρέτηση υψηλότερου χρέους.
Ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι αναγκαίοι για τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών των χωρών της ΕΕ, καθώς η διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των δημόσιων δαπανών και δημόσιων εσόδων γίνεται σε εθνικό επίπεδο.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ, είπε, αντιστοιχεί μόνο στο 1% του ΑΕΠ, προσθέτοντας ότι υπάρχει μία συζήτηση για το αν πρέπει το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 2% ή το 3%.
Τόνισε, όμως, ότι ο στόχος για να γίνει καλύτερη και λιγότερο ευάλωτη η Νομισματική Ένωση μπορεί να επιτευχθεί και με άλλα μέσα, όπως η τραπεζική ένωση και η ένωση των κεφαλαιαγορών καθώς και με τη μεγαλύτερη κοινή ανάληψη ρίσκου, η οποία κατά την άποψή του περιλαμβάνει και ένα ταμείο μακροοικονομικής σταθεροποίησης.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, αναφέρθηκε στην ανάγκη οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες να είναι πιο αξιόπιστοι και όχι πολύ πολύπλοκοι, ώστε να είναι κατανοητοί από αυτούς που ασκούν πολιτική, τις αγορές, αλλά και το κοινό.