Συνεχίζεται η κόντρα που έχει ξεσπάσει μεταξύ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) με φόντο τον ρυθμιστικό έλεγχο της ελληνικής τηλεπικοινωνιακής αγοράς.
Αφορμή για την κόντρα είναι η δημοσίευση μίας μελέτης που παρήγγειλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην φινλανδική εταιρεία Rewheel με αντικείμενο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς δεδομένων μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας (mobile data). Η μελέτη δημοσιεύτηκε προχθές και το γενικό συμπέρασμα είναι πως το κόστος των υπηρεσιών δεδομένων μέσω δικτύων κινητής στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με τη φινλανδική εταιρεία, με βάση τη βασική μέτρηση της, η οποία στηρίζεται στον μέγιστο όγκο δεδομένων σε GB που θα μπορούσαν να αγοράσουν οι καταναλωτές με 30 ευρώ το μήνα, ως μέρος προγράμματος κινητής με 1.000 λεπτά ομιλίας, η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά από το 2014 ως η λιγότερο ανταγωνιστική αγορά EΕ28 και του ΟΟΣΑ.
Από την πλευρά της η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) οποία επιχείρησε να αποδομήσει την έκθεση της Rewheel που έδειξε ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι οι ακριβότερες στην Ευρώπη αλλά και τις χώρες του ΟΟΣΑ. Στην «σκληρή» ανακοίνωσή της κάνει λόγο για «παράδοξα και εν πολλοίς αντιφατικά στοιχεία» και για μεθοδολογία «αμφιβόλου αξιοπιστίας». Συνοπτικά τα σημεία που εστιάζει είναι τα εξής:
- Οι πολιτικές κοινής χρήσης υποδομής αποτελούν διεθνή τάση με στόχο τη μείωση του κόστους επενδύσεων και πρέπει να ενθαρρύνονται και προφανώς πρέπει να διευκρινίζεται αν αφορούν χρήση φάσματος, χρήση ενεργού εξοπλισμού ή απλώς παθητικό εξοπλισμό που οδηγεί και σε μείωση του αριθμού των κεραιοσυστημάτων.
- Η επιλογή των χωρών που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αποτελούν αντιπαραδείγματα παρεμβάσεων, όπως η περίπτωση του Καναδά, η οποία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλιακής/δυοπωλιακής αγοράς.
- Η επιλογή στη σύγκριση πακέτων που δεν είναι αντιπροσωπευτικά της μέσης χρήσης στην ελληνική αγορά, καθώς δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην επιβάρυνση της φορολογίας ή άλλων χαρακτηριστικών, όπως χρονική δέσμευση συμβολαίου, επιδότηση συσκευής ή εκπτωτική πολιτική κ.λπ. Αφορά, δηλαδή, ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς».
Αντιδράσεις υπήρξαν επισήμως και ανεπισήμως από τους τρεις παρόχους, ενώ όσον αφορά το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης παρέπεμψε το θέμα στην αρμόδια ρυθμιστική αρχή. Σημειωτέον πως υπήρξαν και σχετικές ερωτήσεις από βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, η επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκαθαρίζει ότι η μελέτη πληροί κάθε κριτήριο αξιοπιστίας, κρίνοντας με αμιγώς επιστημονικούς και τεχνοκρατικούς όρους και τονίζει ότι απαιτείται ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε δηλώνει ότι «στο πλαίσιο των κλαδικών που έχει εκκινήσει για θέματα ανταγωνισμού στη ψηφιακή οικονομία, e-commerce και fintech, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ζήτησε την εκπόνηση μίας μελέτης για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς δεδομένων κινητού δικτύου από τη Rewheel, μία ανεξάρτητη ερευνητική και συμβουλευτική εταιρεία της Φινλανδίας που ειδικεύεται στις διεθνείς συγκρίσεις συνδεσιμότητας κινητών επικοινωνιών, στον ανταγωνισμό και στην οικονομική ανάλυση του δικτύου».
Όπως επισημαίνει «οι παρακάτω ανεξάρτητες αρχές και υπουργεία χωρών έχουν χρησιμοποιήσει/αναφερθεί στις ερευνητικές μελέτες αγοράς και ανταγωνισμού κινητής τηλεφωνίας της Rewheel: Ο πρώην Επίτροπος ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Joaquín Almunia, η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εισαγγελείς της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας, οι Εθνικές Αρχές Aνταγωνισμού του Καναδά, της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας, το Υπουργείο Οικονομικών της Ολλανδίας, το Υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου της Τσεχίας, η Επιτροπή Μονοπωλίων της Γερμανίας και οι Εθνικές Αρχές Τηλεπικοινωνιών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Φιλανδίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Ιρλανδίας».
«Σκοπός της μελέτης είναι να αναλύσει, μεταξύ άλλων, και την κατάσταση όσον αφορά τις τιμές και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στους καταναλωτές στην Ελλάδα, σχετικά με τη συνδεσιμότητα σε δεδομένα, το καύσιμο της ψηφιακής οικονομίας», τονίζει.
«Στο πλαίσιο προώθησης πολιτικών ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για κάθε τομέα της οικονομίας, ως η κατεξοχήν Αρχή Ανταγωνισμού στην Ελλάδα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αξιολόγησε ότι μία τέτοια μελέτη και η δημόσια συζήτηση που θα ακολουθήσει είναι απαραίτητα, λόγω των σημαντικών επιπτώσεων σε βάθος χρόνου που μπορεί να έχει η ανταγωνιστική δομή των υπηρεσιών ευρυζωνικού κινητού δικτύου για την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας στην Ελλάδα και ειδικά του e-commerce και των νέων τεχνολογιών fintech.
»Η μελέτη της Rehweel εκφράζει τις απόψεις του εμπειρογνώμονα, ο οποίος επιλέχθηκε με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία αποτελείται μόνο από μέλη ειδικούς εμπειρογνώμονες στο δίκαιο και οικονομικά του ανταγωνισμού με σημαντική εμπειρία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πριν τη δημοσίευσή της, η μελέτη επίσης αξιολογήθηκε και από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, διεθνούς κύρους καθηγητές οικονομικών δικτύων και οικονομικών του ανταγωνισμού και της ψηφιακής οικονομίας από το εξωτερικό. Συνεπώς, η μελέτη πληροί κάθε κριτήριο αξιοπιστίας, κρίνοντας με αμιγώς επιστημονικούς και τεχνοκρατικούς όρους».
Η μελέτη επίσης εστιάζει σε ένα πρόβλημα που δεν είναι καινούριο, τις υψηλές τιμές στην Ελλάδα παροχής υπηρεσιών δεδομένων μέσω κινητής σύνδεσης, κάτι το οποίο έχει απασχολήσει επανειλημμένα τις ετήσιες μελέτες σύγκρισης τιμών παροχής υπηρεσιών ευρυζωνικού κινητού δικτύου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και επίσης την Ελληνική κυβέρνηση. Συνεπώς, πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα, που ασφαλώς δεν εφηύρε για πρώτη φορά η Επιτροπή Ανταγωνισμού, και το οποίο απασχολεί τους καταναλωτές εδώ και καιρό οι οποίοι κάνουν διαρκείς ερωτήσεις και παράπονα, τόσο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, όσο και στην ΕΕΤΤ (στην οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού συστηματικά τα επικοινωνεί).
Σκοπός της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι, χωρίς να υπάρξει κατάσταση υπερ-ρύθμισης της αγοράς, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, το οποίο πιστεύουμε ότι θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές, καλύτερη ποιότητα δικτύου και σε μεγαλύτερη βάση χρηστών κλείνοντας το ψηφιακό χάσμα, προς όφελος της καινοτομίας, των τελικών καταναλωτών, ειδικά της νέας γενιάς, αλλά και των επιχειρήσεων (εταιρειών τηλεπικοινωνιών και ψηφιακής οικονομίας γενικότερα).